Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/98

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
96Λόγια τῆς πλώρης

νόκλαδα στὴν κορφή. Φάνταζε μέσα στὸ νερὸ σὰν δράκος μὲ ἀνοιχτὰ χέρια. Καὶ κοντὰ στὴ ρίζα του, ἀπάνω στὴν ξανθὴ ἀμμουδιὰ εἶδε μιὰ τούφα μελάτι διαλεχτό. Μαύριζε σὰν κατακαίνουργος κατηφές. Δὲ χάνει καιρὸ καὶ τρέχει νὰ τὸ ἀδράξῃ. Δὲν ἤθελε παρὰ δυὸ δρασκελιὲς ἀκόμη. Τότε ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ βράχου πρόβαλε ἄλλος βουτηχτής. Ἔτρεχε καὶ κεῖνος ἴσα στὸ μελάτι. Δρασκελιὰ ὁ ἕνας δρασκελιὰ ὁ ἄλλος, σμίξανε. Ὁ πατέρας σου πρόφτασε κ’ ἔβαλε τὸ πόδι ἀπάνω του.

— Τί θὲς ἐδῶ; ρωτάει τὸν ἄλλο μὲ νοήματα· εἶνε δικό μου· ἐγὼ τὸ πρωτόειδα.

— Μπᾶ· κάνει ὁ ἄλλος· εἶνε δικό μου· τὸ φύλαγα ἀπὸ προχτές. Κάμε πέρα.

— Δὲ μὲ κουνᾷς ἀποδῶ οὔτε μὲ φουρνέλο. Τράβα δρόμο σου.

Ἐκεῖνος ἠθέλησε νὰ τὸν σπρώξῃ. Ὁ πατέρας σου ἄναψε· τὰ λόγια τοῦ Νικολοῦ, διαβόλοι, τοῦ σήκωσαν τὰ μυαλά. «Δὲν τὸ παίρνεις, λέει, ποῦ νὰ χαλάσῃ ὁ κόσμος. Ἢ θ’ ἀνεβῶ μὲ τὸ μελάτι ἢ ἀφίνω τὰ κόκκαλά μου!» Καθὼς ἔκαμε νὰ σπρώξῃ δεύτερη ὁ βουτηχτής, σηκώνει γροθιὰ ὁ πατέρας σου καὶ τοῦ δίνει στὸ στομάχι. Ἐκεῖνος πέφτει στὰ γόνατα σφίγγοντας τὴν κοιλιά του. Ἄξαφνα πηδᾷ στὰ νύχια, σηκώνει τὸ καμάκι καὶ χύνεται ξιφιὸς ἀπάνω του.

— Ἢ μ’ ἀφίνεις τὸ μελάτι ἢ σοῦ ἔφαγα τὴν καρδιά!

— Ἄ! ὄχι· ἐδῶ σφαζόμαστε.

Καὶ τραβᾷ ὁ Ραφαλιᾶς τὸ λάζο ἀπὸ τὴ ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα τὸ σχοινὶ δυὸ φορές, ζητῶντας ἀέρα.