Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/97

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες95

μεγάλα κι’ ἄλλες ἔφευγαν ψηλά, κρεμῶντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τ’ ἀπαυτά τους. Παρέκει τερηδόνες ντυμένες στὸ καστανὸ χνοῦδί τους, ἀνάδευαν ἀνυπόμονες νὰ κολλήσουν στὸ πλεούμενο. Ἀλλοῦ τῆς Ἀφροδίτης ὁ κεστὸς μακρύς, κλωθογύριστος, ὁλομέταξος ἅπλωνε τὶς κορδέλλες του, σὰν νὰ ζητοῦσε κάτω ἐκεῖ τὸ πανόμορφο κορμὶ τῆς θεᾶς. Καὶ παντοῦ περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανὰ χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια σγουρά, φυτὰ χιλιόπλουμα κι’ αἰσθαντικὰ ἔκαναν κῆπο ὀνειροφάνταστο. Καὶ κόσμος μυστικός, ὀστρακοφόρος καὶ λεπιδοντυμένος καὶ ἀγκαθόφραχτος γύριζε ἀπάνω-κάτω, μέγας καὶ ἀρειμάνιος σὰν Γολιάθ, καὶ ἄλλος ταπεινός, φοβιτσάρης, τροφή ὁ ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ. Κάπου ἄνοιγε σὰν ἀντένες τὰ πόδια του κ’ ἔτρεχε νὰ συλλάβῃ τὴ σουπιὰ ὁ ἀστακός, πνιγμένος στὸ μελάνι της. Κάπου μιὰ καβουρομάνα ἔπαιζε λόγχες τὰ πόδια της, ἀνασκελομένη γιὰ νὰ προφυλάξῃ τ’ ἀβγά της. Παραπέρα ἡ φώκια ἔρριχνε βρωμερὸ τ’ ἀέρι τοῦ πισινοῦ της, γιὰ νὰ σκάσῃ τὸ χταπόδι στὸ θαλάμι του· μὰ ξαφνικὰ τῆς ἅρπαζε ὁ φοβερὸς ἀποκλαμὸς τὸ μουσοῦδι της κ’ ἔσκαε κείνη. Καὶ πέρα-δῶθε βράχοι καὶ ἄβυσσοι, λαγκαδιὲς καὶ ὄρη μὲ κάλλη μύρια, μὲ θησαυροὺς ἀμάλαγους, μὲ κατοίκους καὶ πετρώματα ἄγνωστα. Ἀλλὰ γιὰ κεῖνα δὲ φρόντιζε ὁ πατέρας σου. Ὁ σπόγγος ἦταν ἐμπρός του κ’ ἔρριχνε ἀδιάκοπα στὸ δίχτυ του. Τόρα σὲ τί θὰ παραπονεθῇ ὁ Πίπιζας;

Ἄξαφνα σηκώνει γύρω τὰ μάτια του καὶ βλέπει μακριά του ἕνα βράχο ψηλό, μὲ δύο δεντράκια μο-