Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/93

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες91

Τί νὰ σοῦ εἰπῶ, τοῦ ἀπάντησε κεῖνος· δὲ μπορεῖς νὰ φανταστῇς τὸ κακό μου. Διάργυρος γίνεται τὸ σφουγγάρι μπροστά μου! Ἄσε τὰ λόγια τοῦ μηχανικοῦ, ἄσε καὶ τὴ ζημιᾶ. Μὰ τὤχω γιὰ προσβολή. Ἀκοὺς ὁ Γρίτης, ψεσινὸ παιδὶ καὶ νὰ βγαίνῃ μὲ τὸ δίχτυ γεμᾶτο. Καὶ τί; ὅλο μελάτι! Καὶ γὼ ποῦ γέρασα στὴν τέχνη, νὰ μὴ μπορῶ νὰ πιάσω ἑκατό δράμια! Μὰ τὸ Σταυρό· θὰ κατεβῶ καμμιὰ ὥρα καὶ κεῖ θὰ μείνω ἀπὸ τὸ κακό μου!

— Σῶπα, καϋμένε· τοῦ εἶπε ὁ ἄφτουρος γελῶντας. Ἔτσι εἶνε τὸ σφουγγάρι· θέλει τύχη.

— Μὰ τί τύχη καὶ ξετύχη! Βλέπεις πολλὲς φορὲς γυρίζω ἀπάνου-κάτου καὶ δὲ βρίσκω τίποτα. Καὶ ἄξαφνα, ἐκεῖ ποῦ ξεχωρίζω κανένα καὶ ρίχνομαι νὰ τ’ ἀδράξω χάπ! κι’ ἄλλος μοῦ τ’ ἁρπάζει.

— Τ’ ἁρπάζει ἄλλος!

— Ναί· ὥστε νὰ σκύψω, ἄλλος φανερώνεται καὶ τὸ παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια μου.

— Καὶ τὸν ἀφίνεις;

— Τὸν ἀφίνω! Μὰ τί νὰ κάμω;

— Ὤχ, ἀδερφέ! δὲ μοῦ λὲς ἔτσι παρὰ κάθεσαι καὶ κλαῖς τὴν τύχη σου! Τί σοῦ φταί’ ἡ τύχη σὰν δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ζήσῃς;

— Μά τί, καβγᾶ νὰ πιάσω;

— Καβγᾶ βέβαια! Νἀρθῇ ἄλλος νὰ πάρῃ τὸ δικό μου τὸ ἥβρεμα καὶ δὲ θὰ πιάσω καβγᾶ! Μωρὲ θὰ χυθῶ ἀπάνω του σὰν τὸ ψάρι. Τάχα γιατὶ κινδυνεύω ἐκεῖ κάτω· γιὰ γλέντι;

— Μὰ πῶς θὰ μαλώσῃς· ἐπιμένει ὁ πατέρας σου· ἡ θάλασσα εἶνε γιὰ ὅλους.