Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/79

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Βιοπαλαιστὴς77

λους ναῦτές του· τίποτα περισσότερο. Ἄν θὲς μάλιστα, κάτι λιγώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

— Δὲν κάνει, συλλογίστηκε, νὰ τοῦ δώσω θάρρος γιατὶ τεμπελιάζει. Κ’ ἡ τεμπελιὰ ’μπορεῖ νὰ τὸν φέρῃ ἴσα στὸ δρόμο τοῦ πατέρα του.

Γύρισα πάλι στὸ Μανωλιό.

— Βρὲ παιδί μου, τοῦ λέω· τί κουβέντες εἶν’ αὐτές;

— Καθὼς μοῦ βαρεῖς χορεύω, καπετὰν Βασίλη. Τί θὲς νὰ σοῦ εἰπῶ; Μοῦ μιλᾷς γιὰ παντρειά, σὰν νὰ λὲς νὰ σηκώσω ἕνα σακκὶ στὸν ὦμο. Καλά, τὸ σήκωσα· κ’ ἔπειτα; Νὰ σοῦ ξεμολογηθῶ λοιπὸν σὰν πατέρα μου· νέτα-σκέτα. Ὅρεξη δὲν ἔχω νὰ ζήσω πιά. Δὲν ξέρω γιατί· μὰ δὲν ἔχω. Γνωρίζεις πῶς δούλεψα ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Ὅσο εἶχα μπρός μου κεῖνα τὰ κορίτσια ἤθελα νὰ ζήσω καὶ νὰ δουλέψω. Ὄχι νὰ ζήσω, μὰ καὶ τρομάρα εἶχα μὴ χάσω ἄξαφνα τὴ ζωὴ καὶ τ’ ἀφήσω ἔρημα στὸ ἔλεος καὶ τὴν καταφρόνια τοῦ κόσμου. Ἔκανα τὴ νύχτα μέρα. Ὅσο στέκει τ’ ἀλόγου ἡ οὐρὰ καὶ γὼ στάθηκα. Σὲ πολλὰ ἡ τύχη μοῦ ἦρθε κόντρα· κόντρα τῆς βγῆκα καὶ γὼ μὲ τὰ ὅλα μου. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ πισωπατήσω μηδὲ τρίχα. Ἔμοιαζα μ’ ἕνα γερὸ βαπόρι ποῦ ἔχει τοὺς φούρνους ἀναμένους, τὰ λεβέτια ζεστά, γεμᾶτο τὸν ἀτμὸ καὶ δὲν τολμᾷ μηδὲ κῦμα μηδ’ ἄνεμος νὰ τοῦ κόψῃ τὸ δρόμο. Ὥς τὰ προχτὲς ποῦ ἔλαβα τὸ τελευταῖο γράμμα στὴν Πόλη. Μόλις διάβασα πῶς ἔγινε καὶ τῆς Ρούσας ὁ γάμος, λύθηκαν τὰ ἥπατά μου. Θὲς ἦταν ἀνέλπιστη χαρά, θὲς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἅμα τέλειωσα, κάτι ἀνάλαφρο καὶ κάτι ζεστὸ ἔνιωσα νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὴν