Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/73

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Βιοπαλαιστὴς71

κεῖ μολύβιζε ἀπὸ τὸν ἴσκιο διαβατάρικου σύγνεφου. Ἁλωνάκια κροσσωτά, μακρυλαρίκια κρυσταλλόστρωτα, ριγωτὰ ὀργώματα, ἔδειχναν ἀπάνω-κάτω τὰ ρέματα. Καὶ παντοῦ ὁλόγυρα οἱ ἀρμενιστάδες πλῆθος, μὲ τὸ μικρούτσικο πανάκι καὶ τὸν κυβερνήτη τους, ἀρμένιζαν κι’ ἀρμένιζαν τῆς γαλήνης ἀλάθευτα σημάδια.

Ὁ οὐρανὸς σταχτογάλαζος ἄχνιζε ἀπὸ τὸ λιοπύρι. Ὁ Τρωαδίτικος κάμπος κυματιστός, χαμηλόγερνε ἀπὸ τῆς Ἴδης τὰ ριζὰ ὥς τὴ θάλασσα. Χωριδάκια δενδροφυτεμένα πρόβαιναν ἐδῶ καὶ κεῖ στὰ ψηλώματα, κοκκίνιζαν ὠργωμένες οἱ πλαγιὲς καὶ τὰ λακκώματα, γαλαζοπράσινη καταχνιὰ καθισμένη πέρα, τὰ λιοστάσια καὶ τὶς πουρναριὲς σημάδευε. Ἡ ζωὴ ἔπλεκε τὸν πλοκό της τόρα παντοῦ ἥμερο καὶ ποθητό, δίχως σάλαγο πολέμου καὶ ἀρμάτων λαμποκοπήματα. Δίπλα ἡ Τένεδος φύτρωνε ἀπὸ τὸ κῦμα κατάξερη, κοκκινόμαυρη, μὲ τὶς φτερωτὲς τῶν μύλων χασκισμένες, σὰν νὰ ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη τὸν ἄνεμο. Καὶ κάτω στὸ μελαψὸ ἀκρωτῆρι τοῦ Καραμπαμπᾶ μαύριζε ἴσκιος πελώριος, σὰν νὰ ἦταν τοῦ Ἀχιλλέα ὁ ἴσκιος καὶ ζητοῦσε βασιλοπούλας αἷμα στὸν τάφο του.

Ἂν δὲ δούλευε τὸ πανάκι, δούλευαν ὅμως τὰ κουπιά. Οἱ πιὸ ἀνυπόμονοι καπετᾶνοι ἔβαλαν τὶς βάρκες νὰ σύρουν ρυμούλκιο· οἱ ἄλλοι ἔκαναν βίζιτες. Ποιὸς εἶχε νὰ χαιρετήσῃ ἀδερφό, ποιὸς πατέρα, ποιὸς συγγενεῖς, φίλους, πατριῶτες. Πολλοὶ νὰ ξεκαθαρίσουν παληοὺς λογαριασμούς· ἄλλοι νὰ τελειώσουν συμπεθεριά· ἄλλοι νὰ μιλήσουν γιὰ τὰ οἰκογενειακὰ τους. Τὰ ἔχει αὐτὰ ἡ θάλασσα. Χωρίζει γιὰ χρόνια καὶ σμίγει μιὰ στιγμή. Δὲν ἔχεις πάντα στὸ χέρι τὸν καιρὸ