Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/72

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ


ΝΑ σοῦ εἰπῶ, καπετὰν Σταμάτη· ἐκείν’ ἡ γάμπια δὲ μοῦ φαίνεται γερή.

— Δίκηο ἔχεις, καπετὰν Βασίλη· καὶ ὁ τρίγγος θέλει ἄλλαμα. Μαράζι τὤχω νὰ περάσω τὸν Καβο-Ντόρο χωρὶς ζημιά. Πότε φλόκο θὰ μοῦ σχίσῃ, πότε κορζέτο θὰ μοῦ κόψῃ, πότε θὰ μοῦ σηκώσῃ μπαλόνι τὸ φλίς. Στὸ τελευταῖο καβατζάρισμα μοῦ ’σπασε τὸν τρίγγο στὴ βόλτα.

— Χοντρὸς κάβος π’ ἀνάθεμά τον!…

Οἱ δυό μας στὸ κάσαρο τοῦ «Ἅϊνικόλα» κουτσοπίναμε Χιώτικη μαστίχα καὶ ρουφούσαμε τὸ τσιμποῦκι, προσμένοντας ἀνυπόμονα τὸ φαγί. Τρεῖς μέρες τόρα μᾶς ἔδενε κεῖ, τὸν «Ταξιάρχη» τὸ μπρίκι μου καὶ τὸ μπαρκομπέστια τοῦ καπετὰν Τραγούδα κάλμα-μπουνάτσα. Ἀλλὰ δὲν εἴμαστε μοναχοί. Μπάρκα, γολέτες, σκοῦνες, μπρίκια, τρεχαντήρια, νάβες ἔστεκαν σκόρπια μπρὸς στὴν Τρωάδα. Κάπου τριάντα κομμάτια ὁλάρμενα. Καὶ καθένα μὲ τὸ δρόμο του. Μὰ τί δρόμο! οὔτε τρίχα δὲ σάλεβαν ἀπὸ τὴ θέση τους. Ὅλα μὲ τὸ τσιμποῦκι στὴ δύση κοιτάζαν, λές, μαρμαρωμένα κάποιο φοβερὸ φάντασμα νὰ προβάλῃ ἀπὸ τὰ οὐρανοθέμελα.

Ἡ θάλασσα ἔμοιαζε λαπᾶ χρυσογάλαζο. Ἐδῶ καὶ