Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/70

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
68Λόγια τῆς πλώρης

κάμωμα τοῦ βασιλόπουλου. Κακὴ χολέρα θέριζε τὰ περίχωρα καὶ εἶχε καραντίνα ἡ πόλη. Ὅμως τὸ βασιλόπουλο, δὲν πρόσμενε πρῶτα νὰ καθαρισθῇ· ἦρθε γραμμὴ στὸ παλάτι. Μπορεῖ νὰ ἤφερε τὴν ἀρρώστια καὶ μέσα στὰ σπίτια του.

— Εὐχαριστῶ! λέει ὁ βασιλιᾶς δακρύζοντας. Παιδὶ μου τὸ βασιλόπουλο, παιδί μου κι’ ὁ νόμος. Τὸ βασιλόπουλο ἀδίκησε τὸ νόμο· ἐκεῖνος θὰ χάσῃ τὸ βασιλόπουλο.

Πῆραν τὸ μονάκριβο βλαστό, στ’ ἄνθη τὸν ἔντυσαν καὶ τὸ ἄσπλαχνο λεπίδι τοῦ λαοῦ ἔκοψε τὸ βασιλικὸ δεντρὶ ἀπὸ τὴ ρίζα του.

Τόρα καταμεσὶς τοῦ Λιβόρνου οἱ ἀράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, μὲ τὶς ἁλυσίδες στὸ λαιμὸ βαριές. Ὁ γέροντας πρῶτος, ἁπλωμένος προύμυτα στὴν πλάκα, τὰ χοντρὰ χείλη του ἀνοίγει φάραγγας, δείχνει τὰ δόντια του σὰν νὰ θέλῃ νὰ χάψῃ τὰ πέλαγα. Τὰ δύο του παιδιὰ ἀνασκελωμένα σηκώνουν τὰ μάτια μὲ πόνο στὸν ουρανό, λὲς καὶ γυρεύουν τὸ ἔλεος. Δίπλα ὁ ἀνηψιὸς μὲ τὴ σαγῶνα ξεκλειδωμένη, μορφάζει ἀπαίσια σὰν νὰ νιώθει ἀκόμη τὸν πόνο του. Κ’ ἐπάνω ἀπ’ ὅλους ὀλόρθο τὸ βασιλόπουλο, ὁ νικητὴς καὶ μάρτυρας, δείχνει χαρὰ καὶ λύπη στὸ ἀγένειο πρόσωπό του.

Τὸ τρισεύγενο θῦμα ἔχει κακούργους γιὰ θρόνο του. Ἡ νέα ζωὴ πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, ἀντρειωμένη σκορπᾷ τριγύρω του ἀκόμη, φεύγει καὶ χάνεται σὰν γάργαρο νερό, ποῦ τρέχει κάτω ἀπὸ ρουπάκι κατάξερο. Καὶ κάπου-κάπου φωνὴ τρεμάμενη,