Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/63

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας61

σαν τὴ θάλασσα ὥς πέρα στὸ νησί! Ἕνα τσερνίκι Σμυρνέϊκο κάρβουνα φορτωμένο, τὸ ἄδειασε τέλεια. Μία σφουγγαράδικη μηχανὴ τὴν ἔγδυσε, σὰν νὰ τὴν πάτησαν κουρσάροι. Τὰ βαπόρια πῆραν τὶς ἄγκυρές τους καὶ ἀγριοσφυρίζοντας ρίχτηταν στραβὰ πάνω στὰ πλεούμενα. Ἐμεῖς εἴσμαστε στὴν ἄκρη κ’ εὔκολα, ἀμολῶντας τὴν ἄγκυρα βγήκαμε πέρα, κάτω ἀπὸ τὶς Μικρὲς Δῆλες.

Ὅλη τὴ νύχτα βάσταξε ὁ θρῆνος. Καὶ ὅταν ἔφεξε ἡ ἡμέρα, εἶδα τὸ κακὸ ποῦ ἔγινε. Ἄλλα καράβια ἦταν μισοσπασμένα, ἀλλὰ γδυμνὰ ἀπὸ ξάρτια· ἕνα ἐδῶ εἶχε τὴ μισὴ πρύμη φαγωμένη· ἄλλο ἦταν δίχως μπαστοῦνι καὶ φλόκους. Τὸ Βασιλικὸ ἔγερνε καὶ κρατοῦσε καρφωμένο στὴν ἄγκυρά του ἕνα Σαμιώτικο τρεχαντήρι. Δὲν ξέρω πῶς πῆγα στὴν πρύμη καὶ βλέπω τὸν καπετὰν Μπισμάνη γονατιστὸν πίσω στὸ τιμόνι, νά κλαίῃ καὶ νὰ μύρεται σὰ γυναίκα.

— Τ’ ἔχεις, καπετάνιε, τ’ ἔπαθες; τὸν ρωτάω.

— Ἄχ, μωρὲ παιδί! λέει στενάζοντας· μ’ ὀργίστηκε ὁ Θεός!… Ὁ κακομοίρης χάθηκε, φτωχὸς ἄνθρωπος!…

Γυρίζω κατὰ τὰ Κοκκινάδια· ὁ «Σωτήρας» μαδέρια βρισκότανε στὶς πέτρες καὶ κοντὰ οἱ ναῦτες του βρεμένοι ὥς τὸ κόκκαλο, τουρτούριζαν γύρω στὴ φωτιά. Κι’ ἀκόμη κοντὰ ὁ καπετάνιος του, ἀναμαλλιασμένος καὶ ἀγριομάτης, κοίταζε τὰ ναυάγια σὰν νὰ κοίταζε τῶν παιδιῶν του τὰ σκέλεθρα. Μωρὲ μονοβδόμαδα ἔκαμ-ἔλαβε! Τὸ τίναξε ἀπάνω του σὰν ἀστραπόβολο! Ἀλήθεια λυπήθηκα καὶ γὼ τὸ μπάρκο. Μὰ ἡ θάλασσα ἔκαμε τὴν κρίση της!…»