Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/56

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
54Λόγια τῆς πλώρης

ἀπορία: Τίνος εἶνε τοῦτο τὸ κεφάλι; Ἦρθαν μαζὶ οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖς, μ’ ἔβλεπαν καὶ κεῖνοι, ρωτοῦσαν κ’ ἔλεγαν: Τάχα τίνος εἶνε τοῦτο τὸ κεφάλι; Ἐγὼ τοὺς ἄκουα καὶ στενοχωριόμουν ποῦ δὲ μὲ γνώριζαν, κ’ ἤθελα νὰ τοὺς φωνάξω: — Δικό μου εἶνε, τοῦ Καληώρα, τοῦ βλάμη σας· καὶ πῶς δὲν τὸ γνωρίζετε; ’Εμένα μὲ γνωρίζουν οἱ στράτες καὶ τὰ διάβατα, μὲ τρέμουν τὰ βαγένια καὶ τὰ καπηλειά. Ὁ Μπαταριᾶς σὰν ἀρχίσω τοὺς σκοπούς μου, σπάει τὶς κόρδες τοῦ λαβούτου του κι’ ὁ Σουλεϊμάνης ἀπαραιτεῖ τὸ νάϊ του στὴ φωνή μου. Ἐγὼ ἂν σηκώσω μάτι στὰ ψηλὰ τὰ παραθύρια ἀρνιέται κάθε γυναίκα τὸν ἄντρα της· κι’ ἂν σύρω τὸ χέρι στὴ μέση μου, τὸ αἷμα κατουρεῖ κάθε μάνας γέννα. Ἐγὼ ψάρεψα πρῶτος τὸ μελάτι στοὺς βυθοὺς της Μπαρπαριᾶς καὶ ξερίζωσα τὸ στοιχειωμένο γιούσουρι μ’ ἕνα μου τίναγμα. Οἱ Καλυμνιῶτες εἶδαν τὸ βούτημά μου καὶ θάμασαν. Μ’ εἶδε τὸ σκυλόψαρο – μοβόρικο ψάρι! – κ’ ἦρθε μπρὸς στὸ γιαλὶ τῆς περικεφαλαίας μου, θέλοντας νὰ γνωρίσῃ τὸ νέο θεριὸ ποῦ συνεμπῆκε στὰ νερά του. Μὲ εἶδαν οἱ ἀραπάδες τῆς Βεγγάζης καὶ μὲ τίμησαν ὣς βασιλέα· μοῦ ἄφησαν ἐλεύθερο τὸ πηγάδι ποῦ θὰ πίνω νερὸ καὶ τὸ κοπάδι ποῦ θὰ τρώγω τὸ κρέας. Ἐμένα μ’ ἔμαθαν ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὅλ’ οἱ ἀνέμοι, ἀπὸ λεβάντε σὲ πονέντε καὶ ἀπὸ βοριᾶ σὲ ὄστρια· καὶ συντρόφεψαν τὸ νυχτοπερπάτημά μου ὅλα τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Καληώρας ὁ βλάμης σας, ποῦ μὲ γνωρίζουν τὰ πόρτα τῆς Μαύρης θάλασσας καὶ τῆς Ἄσπρης τὰ λιμάνια πέρα καὶ πέρα, καὶ πῶς ἐσεῖς δὲ μὲ γνωρίζετε;