Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
48Λόγια τῆς πλώρης
φιᾶς, δίνει ἕνα φάσκελο τῆς τρόμπας καὶ ξαπλώνεται τ’ ἀνάσκελα στὴν κουβέρτα.
— Μωρέ σκυλί! τοῦ φωνάζει ὁ καπετὰν Μπισμάνης, τί κάνεις;
— Δὲν μπορῶ πιά.
— Μωρέ, θὰ χαθοῦμε! ἐδῶ ἔχουμε τσ’ ἐλπίδες μας.
— Ἂς χαθοῦμε! ἔτσι κ’ ἔτσι θὰ μᾶς φάῃ ποῦ θὰ μᾶς φάῃ τὸ κῦμα· κάλλιο μιὰ ὥρ’ ἀρχήτερα. Λύθηκα…
Ἀλήθεια· ὅλοι εἴμαστε λυμένοι. Τὰ γόνατά μου ἔτρεμαν· τὰ δάχτυλά μου, ὅπως ἦταν κλεισμένα στὸ σίδερο ἔτσι ἔμεναν· οὔτε ν’ ἀνοίξουν, οὔτε νὰ κλείσουν περισσότερο μποροῦσαν Εἶχα ἕναν πόνο στὰ νεφρά· καθὼς ἔσκυφτα νὰ πατήσω τὴν τρόμπα ἤθελα ἄλλο νὰ μὲ τραβᾷ ἀπὸ πίσω γιὰ νὰ σηκωθῶ. Ἕτοιμος ἤμουν καὶ γὼ νὰ τὴν παρατήσω. Ἀλλὰ στὴν ὥρα ἀκούω τὸ ναύκληρο νὰ φωνάζῃ ἀπὸ τὴν πλώρη:
— Πανί, παιδιά! ἕνα πανί!…
— Ἕνα πανί! φωνάζω χωρὶς νὰ ἰδῶ τίποτα.
Εἴδαμε τέλος μακριὰ ἕνα μικρὸ χαμηλὸ πανάκι ποῦ ἀρμένιζε τὸ μαΐστρο. Μὲ μιᾶς ζωντάνεψα. Ὄχι ἐγώ· ὅλοι μας. Κι’ ὁ Σκοπελίτης ἀκόμα πήδησε καὶ ρίχτηκε στὴν τρόμπα, ποῦ ἔκαμε νὰ τρίξουν ὅλα της τὰ χάρβαλα. Δένουμε ἀμέσως τὴ σημαία κόμπο στὸ χαϊμαλὶ ψηλὰ κι’ ἀρχίζουμε νὰ φωνάζουμε, νὰ φυσᾶμε τὸν κόχυλα καὶ νὰ κινοῦμε τὶς σκούφιες μας. Μόλις σὰν χελιδονάκι ποῦ σιγοπετᾷ προμηνῶντας τὴν ἄνοιξη φαινόταν τὸ καράβι ἀσώματο μακριά. Καὶ ὅμως πίστεψα πῶς μᾶς εἶδε, πῶς ἄκουσε τὶς φωνές, γνώρισε τὸν κίνδυνο κ’ ερχόταν βόλι καταπάνω μας.