Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/43

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ δικαιοσύνη τῆς θάλασσας41

ἄλλες κλαδεμένες στὶς κορφές, ἐδῶ ἀδερφωμένες ἐκεῖ ἀριοφύτευτες. Καὶ μεῖς ἐκεῖ μέσα θαμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι καὶ θεονήστικοι, ἔλεγα πῶς εἴμαστε σὲ κανένα δάσος ἀπὸ κεῖνα τὰ μαγεμένα, ποῦ ἔχουν δέντρα καὶ πατουλιές, κρεβατωσὲς καὶ καμάρες ἀεροΰφαντες· ποῦ ἄνθρωπος δὲ διαβαίνει, καὶ πουλὶ δὲ λαλεῖ, καὶ θεριὰ δὲ μονιάζουν, παρὰ βασιλεύει ἐρημιά, καὶ σκοτάδι κυβερνᾷ, κ’ ἡ παγωνιὰ καταλεῖ ἀργὰ κι’ ἄσφαλτα τοὺς δύστυχους ποῦ πλάνεψε ἡ τύχη στὰ μονοπάτια του!

Καὶ ὅμως οὔτε τ’ ἀγριεμένα κύματα, οὔτε οἱ καπνοί, οὔτε ἡ παγωνιὰ ποῦ ἔπηζε τὸ αἷμα στὶς φλέβες μᾶς βασάνιζε τόσο, ὅσο ἡ λάμια ποῦ εἴχαμε μέσα μας. Θεόστραβη, μωρέ, ἡ πεῖνα μᾶς θέριζε τὰ σωθηκά! Ἦρθε ὥρα ποῦ ἀφίσαμε κάθε δουλειὰ καὶ ρίξαμε ὅλοι τέτοια φωνή, ποῦ τὰ θεριὰ τῆς θάλασσας τρόμαξαν ἀκούοντάς τη. Εἴπαμε νὰ ξυλώσουμε τ’ ἀμπάρια, νὰ σπάσουμε τὴν πλώρη κι’ ἂς ἦταν ὁ θάνατός μας. Ὁ καπετάνιος εἶδε τὴ στιγμὴ κ’ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν κάμαρή του ἕνα κουτὶ γαλέτες κ’ ἕνα μποτιλάκι ροῦμι. Γαλέτα μὲ βούτυρο καὶ ροῦμι ζαμάϊκα! Θεριέψαμε. Πλάκωσε ἡ νύχτα θεοσκότεινη κι’ ἄγρια. Ἄγριοι καὶ μεῖς τοιμαστήκαμε νὰ μετρηθοῦμε μὲ τὸ Χάρο.

Ἄξαφν’ ἀκούω στὴν πλώρη στριγγιὰ τὴ φωνὴ τοῦ σκοποῦ καὶ τὴν καμπάνα ποῦ χτύπαε διαβολεμένα. Τὴν ἴδια ὥρα ἄλλη παρόμοια φωνὴ κι’ ἄλλη καμπάνα ἀκούστηκε νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ τρισκότιδο. Ὅποι-