μάδα στὴν κουβέρτα. Τ’ ἀμπάρια. ἡ πλώρη ἡ κάμαρη τοῦ καπετάνιου, τὸ μαγεριὸ καρφώθηκαν ποῦ δὲν πέρναγε τρίχα. Πλάκωσε τέλος ἡ νύχτα καὶ μαζὶ πλάκωσε τὸ ψυχοβάσανο.
— Ἔ καὶ νὰ μᾶς τὸν ἔφερνε τρεμουντάνα!
— Ἂς τὸν πάρῃ πρῶτα στὴν ὄστρια, ὀστριασορόκο καὶ βλέπουμε.
— Σιγά, παιδιὰ καὶ πλακώνει τὸ πουνεντεμαΐστρο· στὴ βόλτα βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπᾶτε καὶ ἄβρεχοι θὰ πᾶμε στὰ Μπουγάζια.
Καὶ ὁ σκύλος ἀκόμη ὁ Καψάλης, στὴν ἄκρη τοῦ μπαστουνιοῦ καθισμένος, τέντωνε τὸ λαιμό, γύριζε ὁλοῦθε καὶ μυριζόταν τὸν ἄνεμο. Μόνον ὁ καπετάνιος ὀρθὸς ἐμπρὸς στὴν κάμαρή του, τραβοῦσε τὴν πίπα ἀκίνητος, λὲς κ’ ἦταν ἀπὸ μάρμαρο.
Ἀπάνω στὰ μεσάνυχτα ἦρθε τὸ πρῶτο φύλλο. Δεύτερο φύλλο καὶ ξέσπασε ὁ γρεγολεβάντες. Ὁ χειρότερος καιρὸς τῆς Μαύρης Θάλασσας μᾶς ἅρπαξε στὰ φτερά του. Ἀλλοίμονο στὸ σιταρόσπυρο ποῦ πέσῃ στοῦ μύλου τὰ δόντια!
Ἑφτὰ ἤμαστε στὸ μπαρκομπέστια κι’ ὁ καπετάνιος ὀχτώ. Κ’ οἱ ὀχτὼ μάτι δὲν κλείσαμε, τσιγάρο δὲ στρίψαμε ὅλη νύχτα. Ζωντανὴ θάλασσα ἔμπαινε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ πελάγωνε. Τὰ μπούνια ὀρθάνοιχτα καὶ δὲ μποροῦσαν νὰ τὴν κεφαλώσουν. Ἕνα κῦμα ἔφευγε δυὸ ἐρχόνταν. Τυχερὸ ποῦ τὸ καράβι ἦταν καλοθάλασσο κι’ ὁ καπετάνιος σωστὸ θαλασσοποῦλι. Μὲ τὸ ρέκασμα ποῦ ἔκανε τὸ κῦμα μακρυά, γύριζε τὴν πλώρη καὶ τὸ δεχότανε στὰ πλάγια· ἀλλιῶς θὰ παθαίναμε μεγάλη ζημιά. Κ’ ἔτσι ὅμως ἡ ζημιὰ