τὸν ἔμπορο. Γιὰ νὰ μὴν πληρώσῃ τελώνειο, τὰ δίνει μιὰ νύχτα σὲ φίλους νὰ τὰ βγάλουν λαθραῖα. Τὴν αὐγὴ μαθαίνει ἀπὸ τὸν ἔμπορο πῶς τὴν κάσα τὴν πιάσανε οἱ τελωνοφυλάκοι. Ἀκούοντας ἔτσι τρέχει στὸ καράβι. Οἱ Ροῦσοι δὲ χορατεύουν. Δὲν τοὺς κόστιζε τίποτα νὰ πάρουν τὸ πρᾶμα, νὰ κατασχέσουν τὸ καράβι καὶ ὅλους νὰ μᾶς στείλουν ἀλυσοδεμένους στὴ Σιβηρία. Οὔτε καιρὸ κοίταξε οὔτε τίποτα, μόνον πάρσιμο τὴν ἄγκυρα κι’ ἐμπρός. Καὶ νὰ ἰδῇς ποῦ συνεπῆρε κι’ ἄλλους τὸ κίνημά του. Πολλὰ καράβια ἦταν ἕτοιμα νὰ φύγουν μὰ ἔμεναν, βλέποντας συλλογισμένο τὸν καιρό· τόρα ὅμως βγῆκαν καὶ κεῖνα στὰ πανιά.
Μὰ ἡ Πεντέχτη ἔδειχνε πῶς δὲ θὰ παίξῃ. Γύρω τὰ οὐρανοθέμελα ἦταν κατάσκουρα· ὁ ἥλιος ἄσπρος καὶ λερωμένος σὰν ἄπλυτο καραβόπανο, στριφογύριζε γοργά, λὲς καὶ βιαζότανε νὰ κρυφτῇ στὰ κύματα. Τὰ δελφίνια ἔτρεχαν κοπαδιαστὰ ἀπάνω στὸν καιρὸ καὶ πηδοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὰ νερά, σὰν νὰ τὰ κυνηγοῦσε καμμιὰ φάλαινα. Οἱ γλάροι μὲ τὸ λαιμὸ χωμένο, χαμωπετῶντας καὶ σκούζοντας ἔφευγαν κατὰ τὶς στεριές. Ὁ καπετάνιος βλαστημῶντας τοὺς Ρούσους καὶ τὸν ἔμπορο καὶ τὰ γλυκά, ἑτοιμάστηκε νὰ παλαίψῃ παλληκαρίσια.
— Ἄλα, παιδιά· φώναξε κυτάζοντας περίγυρα σὰν ἀγριόγατος· μάϊνα πανιά! οὔτε φούσκα νὰ μείνῃ στὶς σταύρωσες, οὔτε σχοινὶ στὰ ξάρτια, οὔτε χαραμάδα στὴν κουβέρτα!…
Σὲ μισὴ ὥρα τὸ εἶπε κι’ ἔγινε: οὔτε φούσκα ἔμεινε στὶς σταύρωσες, οὔτε σχοινὶ στὰ ξάρτια, οὔτε χαρα-