γιωμάτιζε μὲ σκύλινη ὄρεξη, θέλησαν πάλι νὰ τὸν πειράξουν. Τόρα ὅμως δὲ θύμωσε. Ἔμεινε ἥσυχος ἐκεῖ ποῦ καθόταν καὶ μόνον τὴ σακοράφα παραίτησε μισοπερασμένη στὸ πανὶ καὶ στύλωσε τὰ μάτια στὴ θάλασσα, μὲ κάποιο γαμόγελο στὰ χείλη. Ἔβλεπε τάχα τὸ κῦμα, ἢ τὸν ἴσκιο τοῦ πλοίου ποῦ μὲ τὴ σκάφη ψηλή, τ’ ἀγέρωχα κατάρτια, τὴν κοντραγέφυρα καὶ τὸν ψηλὸ καπνοδόχο γλυστροῦσε ἀπάνω στὰ νερά; Ποιὸς ξέρει! Μὰ ἀφοῦ γιὰ κάμποση ὥρα ἔμειν’ ἔτσι, γύρισε ἀργὰ τὰ μάτια περίγυρα καὶ βλέποντας κοντὰ τὸν ναύκληρο ποῦ ἔστριφε τὰ ἔμπολα μιᾶς γούμενας, εἶπε μὲ τόνο προφητικό:
— Νὰ ξέρῃς καλά, Μπαρμπαγιώργη, ποῦ ἡ θάλασσα ἔχει τὴν κρίση τῆς ὅπως κ’ ἡ στεριά. Καὶ τὴν ἔχει καλήτερη ἀπὸ τὴ στεριά. ’Εδῶ δέν ἔχει λόγια· ἔκαμες-ἔλαβες· σοῦ τὸ τίναξε ἀπάνω σὰν ἀστροπόβολο!… Μὰ τὸ κακὸ ποῦ εἶδα σὲ κεῖνο τὸ καταραμένο καράβι! Δὲν πολυκαίρισε οὔτε μῆνα. Τί λέω οὔτε μῆνα; Οὔτε δεκαπέντε μέρες· μωρ’ οὔτε δέκα! Μονοβδόμαδα ἔκαμ’-ἔλαβε. Καὶ νὰ σοῦ εἰπῶ, ἔτσι εἶνε σωστό. Γιατὶ ὅ,τι γίνει στὴ θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Ἔγινε-πέρασε· πάει μὲ τ’ ἀγέρι, μὲ τὸ κῦμα, μὲ τὸν ἀφρό, μὲ τοῦ καιροῦ τὰ διάβατα. Γιὰ τοῦτο πρέπει ἐκεῖνο ποῦ θὰ ἔρθῃ, νὰ ἔρθῃ σύγκαιρα.
Ἤμουνα, θυμοῦμαι, ἄνεργος στὴν Πόλη. Δὲν ξέρω πῶς μοῦ ἦρθε κι’ ἀποφάσια νὰ κατεβῶ στὴν Ὕδρα, νὰ στεφανωθῶ. Μὰ μέρα μὲ τὴ μέρα νὰ βρῶ καράβι γνώριμο, ἔφαγα τὰ λεφτὰ ποῦ εἶχα γιὰ τὸ γάμο. Ἀπὸ τὸ Σιφνέϊκο καφενὲ στὴ Σαντορινιὰ ταβέρνα· ἀπὸ τὴ Σαντορινιὰ ταβέρνα στὸ Κεμὲρ-ἀλτί.