Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/30

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
28Λόγια τῆς πλώρης

σιος-φτωχὸς ἔχει καὶ τὸν ὁδηγό του. Ἔχει νὰ κάμῃ κατιτί; ὁ ὁδηγός του πηγαίνει καὶ τοῦ τὸ θυμίζει. Βουλήθηκε νὰ πάῃ πουθενά; ὁ ὁδηγός του ἔρχεται καὶ τὸν ξυπνάει. Ἔτσι τόρα καὶ τὸν κασιδιάρη ἀνάγκαζε νὰ πηγαίνῃ ζητῶντας πρᾶμα ποῦ δὲν ἔχασε.

Τέλος εἶδε ὁ κασιδιάρης στὸ βράχο μιὰ σπηλιά. Βλέπει τὴ σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τί νὰ ἰδῇ; Τοίχους γυμνοὺς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσσα. Αὐτιάζεται καλά· ἀκούει τὶκ-τάκ, τὶκ-τὰκ σὰν ν’ ἀργοστάλαζε νερό. Ζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακούλα ποῦ δεχότανε τοῦ βράχου τὴ διαμαντένια σταλαματιά. Τοῦ ἦρθε σὰν κάμα· παίρνει ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ νίβεται· δροσολογέται. Ἀστόχαστα βγάνει κ’ ἕνα ψαράκι ποῦ ἧβρε νεκρὸ στὶς πέτρες καὶ τὸ ῥίχνει μέσα. Μὰ τὸ ψαράκι ζωντάνεψε καὶ ἀρχίζει νὰ τριγυροφέρνῃ μέσα στὸ νερό.

— Μπρέ ! λέει, κάνοντας τὸ σταυρό του.

Ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα νιώθει καὶ κεῖνος τὸ ἀρρωστημένο του κορμὶ νὰ θρέφεται σὰν στέλεχος πλατάνου ποῦ παίρνει νερὸ στὶς ρίζες του. Τὰ λέπια πέφτουν καὶ δείχνεται τὸ δέρμα ὁλομέταξο. Αἷμα πύρινο κουφοδρομεῖ στὶς φλέβες του· ψυχὴ μὲ ἄλλη ψυχὴ σταυρόνονται στὰ φυλλοκάρδια του· φτερὰ ἔκαμε νὰ πετάξῃ στὰ ἐπουράνια. Κουφάρι ἦταν περιστέρι ἔγινε.

— Μπρέ! ξαναλέει· ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγιὰ κοντά μου!

Τρέχει ἔξω· κράζει τοὺς συντρόφους του. Γυρίζουν ἐκεῖνοι στὶς φωνές, κυτάζουν καὶ σταυροκοποῦνται. Ἄγγελος εἶνε, ἄνθρωπος εἶνε, δὲν ξέρουν.