Καὶ τὰ παλληκάρια, τὰ λιοντάρια, οἱ τίγριδες ἔχωναν βαθειὰ τὸ κουπὶ καὶ τὸ ἔπαιρναν πίσω μὲ τόση δύναμη, ποῦ ἔλεγες τόρα θὰ γίνῃ σύψαλα. Τέλος βαθὺ μούγγρισμα ἀντήχησε κι’ ἡ θάλασσα σήκωσε τρανὸ κῦμα καταπάνω μας. Τὸ καΐκι πέταξε γοργόφτερο ἐμπρός. Ἀμέσως μέγα κῆτος φάνηκε νὰ πιάνῃ ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὸν κόρφο. Ἦταν τὸ γιούσουρι.
— Νὰ ἰδῶ! καὶ γὼ νὰ ἰδῶ!…
Τρέχουν ὅλοι στὴν πρύμη νὰ γνωρίσουν τὸ στοιχειό. Τὸ βλέπουν καὶ σταυροκοποῦνται φοβισμένοι.
— Ἐμπρός! λέω στὸν καπετὰν Στραπάτσο. Νὰ τὸ βγάλουμε ὄξω τόρα ποῦ νύχτωσε, πρὶν τὸ νιώσουν καὶ μᾶς τὸ πάρουν οἱ Τοῦρκοι.
Μόλις βγήκαμε ἀπὸ τὸν κόρφο Γοργόνα ὀργισμένη μᾶς ἀπάντησε ἡ Νοτιά. Ὁ οὐρανὸς ἔσβυσε τ’ ἀστέρια του, ἔκρυψε τὸ σύνορά του. Ἅδης τὸ σκότος ἁπλώθηκε ἀπάνω μας. Τὸ κῦμα ψήλωνε βουνό, ἀνέμιζε φωσφορούχους τοὺς ἀφροὺς κι’ ἔχυνε φῶς κατάσπρο, θαμπὸ καὶ ἄχαρο περίγυρα. Τί ἄλογα καὶ τί ἄτια! Τί φῶκες καὶ τί φάλαινες! κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιῶνταν καὶ ἀλάλαζαν στὸ σύσκοτο ἐκεῖνο χάος. Ν’ ἀνησυχῶ ἄρχισα. Δὲν ἦταν θάλασσα ἐκείνη· ἦταν θυμὸς καὶ σεῖσμο, κατάρα καὶ χολή, φαρμάκι τῆς ἄβυσσος.
Ὅμως τίποτα. Τὸ γιούσουρι σφιχτοδεμένο ἀκολουθοῦσε τ’ ἀπονέρια, ποῦ ἔστρωνε ἡ πρύμη τῆς σκάφης μας. Τὸ ἄκουα νὰ δέρνεται κάποτε καὶ νὰ ρουχνίζῃ, σὰν ζωντανὸ ποῦ παίρνει ἀνήφορο. Ντροπὴ τὸ εἶχε πῶς νικήθη καὶ πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο