Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/24

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
22Λόγια τῆς πλώρης

περιβόλι στὸ χωράφι, στ’ ἀμπέλι· ὅλα στενόχωρα. Γύριζα ὁλημερὶς στ’ ἀκρογιάλι, βούταγα στὸ νερό, ρουφοῦσα τὴν ἁρμύρα, κυλιόμουν στὰ φύκια· κυνηγοῦσα ἀχινοὺς καὶ καβούρια. Συχνὰ κατέβαινα στὸ λιμάνι καὶ δειλὰ πλησίαζα τὶς συντροφιὲς τῶν ναυτικῶν ν’ ἀκούσω κουβέντα γιὰ τ’ ἄρμενα, γιὰ ταξείδια, γιὰ τρικυμίες καὶ ναυάγια. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲ γύριζαν καθόλου νὰ μὲ ἰδοῦν. Χωριάτης, βλέπεις, ἐγώ, παλιογεωργός· ἐκεῖνοι ναυτικοί, ἀγριοδέλφινοι! Τὰ ναυτόπουλα μὲ κῦταζαν σὰν νὰ ἔλεγαν: — Μωρέ, ποῦ βρέθηκε αὐτὸ τὸ ξωτικό! Οἱ παλαιότεροι, ἀξίωναν νὰ μοῦ λένε κάποτε:

— Ἐσύ, Γιάννη, τὴν ἔδεσες γιὰ καλὰ τὴ μπαρούμα σου. Οὐδ’ ἄνεμο οὐδὲ θάλασσα φοβᾶσαι πιά. Ἄραξες. Ποῦ θὰ εἰπῇ: Πάει πέθανες, δὲ ζῇς στὸν κόσμο!

Κι’ ἔφευγα πάλι στ’ ἀκρογιάλι νὰ εἰπῶ τὴ θλίψη μου στὰ κύματα. Τέλος ἔκανα καραβάκια καὶ καραβάκια περίτεχνα, μὲ κατάρτια πριναρίσια, μὲ παλαμάρια καὶ πανιὰ καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου ποῦ τὰ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο.

Ἡ Μαριὼ μ’ ἔβλεπε κ’ ἔκανε τὸ σταυρό της.

— Παναγία μου, παλάβωσε ὁ ἄντρας μου! ἔλεγε.

Κ’ ἔταζε λαμπάδες στὴν Τηνιακιά, πήγαινε ξυπόλυτη στὰ ξωκλήσια, διάβαζε τὰ ροῦχα μου καὶ στηθοχτυπιόταν μερόνυχτα γιὰ νὰ πείσῃ τοὺς ἅγιους νὰ μὲ φέρουν στὰ λογικά μου.

— Τί τὰ πᾷς, τί τὰ γυρεύεις, Μαριώ· τῆς λέω μιὰ μέρα. Οὔτε τάματα οὔτε οἱ ἅγιοι ὠφελοῦν στὴν ἀρρώστια μου. Ἐγὼ εἶμαι παιδὶ τῆς θάλασσας. Μὲ κρά-