Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/234

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΤΟ ΓΙΟΥΣΟΥΡΙ


ΟΤΑΝ τὸ πρωτάκουσα ἤμουν παιδὶ στὰ σπάργανα. Καὶ σὰν ἔφτασα εἰκοσάχρονο παλληκάρι, ἔλεγαν ἀκόμη γιὰ κεῖνο, μὲ τὸν ἴδιο θαμασμὸ καὶ περισσότερη φρίκη. Τὸ γιούσουρι, τὸ ἀντρειωμένο γιούσουρι, ποῦ βρίσκεται στὸν κόρφο τοῦ Βόλου! Τὸ γιούσουρι ποῦ ὧρες ψηλώνει καὶ θεριεύει ὡς τὸ πρόσωπο τῆς θάλασσας· ὧρες χαμηλώνει καὶ γίνεται κάστρο ἀγύριστο μὲ τοὺς ρόζους καὶ τὰ κλαδιά, μὲ τὶς ρίζες καὶ τ’ ἀντιρίμματα! Κάτω στὸ νησί μας τὸ ἔχουν μόλογο! Γενιὰ σὲ γενιὰ τὸ παραδίδουν οἱ ναῦτες καὶ πάει ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, ἀπὸ παιδὶ σὲ ἀγγόνι πάντα μεγάλο, θαμαστὸ πάντα, σκληρὸ σὰ σίδερο, δυνατὸ σὰ λέοντας, ψυχωμένο κι’ ἀθάνατο σὰ στοιχειό.

Ἐκεῖνοι ποῦ τὸ πρωτόειδαν ἔσβυσαν ἀπὸ τὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων τόρα. Ἐκεῖνοι ποῦ ὀνειρεύτηκαν νὰ τὸ κόψουν, κοιμοῦνται ἀξύπνητα στὴ γῆ ἢ καὶ στὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ἐκεῖνοι ποῦ πῆγαν γυρεύοντάς το, δὲν δευτέρωσαν τὸ σκοπό τους. Ἔχει σοῦ λένε, κατιτί πλάνο κι’ ἐπίβουλο καὶ ἀλλάζει χρώματα καὶ ἀλλάζει σχήματα καὶ γλυστρᾷ σὰν χέλι καὶ θεμελιώνεται σὰν πύργος καὶ φωσφορίζει σὰν