Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/199

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακοσημαδιὰ197

τὰ Γερακούνια ἢ κατὰ τὴν Ἐρμόμηλο. Τότε γιὰ νὰ φυλαχτῇ ἀπὸ τὶς δόλιες ξέρες πόδιζε ἡ γολέτα. Ἐμεῖς βλαστημούσαμε ποῦ θὰ χάναμε τὸ πουλί. Ἐκεῖνο φαινότανε πίσω στὸ πίκι, νὰ στυλώνῃ τὰ κρασᾶτα μάτια του κατὰ τὸν καπετάνιο. Καὶ μόλις ἐκεῖνος ξάμωνε τὸ ντουφέκι, ἔρριχνε τὴ φωνή του βρυσιὰ καὶ περιγέλασμα καὶ πετοῦσε κλωθογυρίζοντας μ’ ἕνα πέταμα τρεμουλιαστὸ καὶ βαρὺ καὶ ἄταχτο σὰν μεθυσμένο. Καὶ ἡ γολέτα πλιὸ μεθυσμένη, ἔτρεχε καταπάνω του μὲ τὰ πανιὰ γεμᾶτα. Ὁ καπετάνιος μὲ τὴν τσάγκρα στὸ χέρι. Καὶ μεῖς ὅλοι μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα, τὰ πρόσωπα κατακόκκινα, χειρονομῶντας καὶ παραμιλῶντας, ποῦ ἂν μᾶς ἔβλεπες, βαίβαια θὰ πίστευες πῶς φάγαμε ὅλοι τρελλομανίταρα καὶ κανεὶς δὲν ἦταν στὰ λογικά του!…

Τόρα τὸ φεγγάρι ψήλωνε ὁλοστρόγγυλο ἀπὸ τὸ βουνὸ τῆς Νάξου. Τὰ μακρινὰ νησιὰ καὶ περιγιάλια σκοτεινιασμένα, νόμιζες πῶς ἔπλεκαν στὸ θαμπὸ ἀθέρα κι’ ἔδιναν νὰ μαντεύῃς παρὰ νὰ ξεχωρίζῃς τὰ σχήματά τους. Τὰ κοντινὰ ἡ Κίμωλος καὶ ἡ Πόλυβος, ἡ Μῆλος καὶ ἡ Ἐρμόμηλος καὶ τὰ Γερακούνια ξεχώριζαν τυλιμένα σὲ ἀσπρογάλαζη καταχνιά. Ἔδειχναν σχισμάδες καὶ σπηλιὲς σκοτεινόμαυρες· τ’ ἀκρωτήρια καὶ τις ραχοῦλες φωτεινότερες· τὶς πλαγιές τους ἥμερες, στρωτές, δίχως λάκκους καὶ ἀγριαγκάθια· τὶς ρεματιὲς καὶ τ’ ἀκρογιάλια δίχως λιθάρια καὶ χάλαρα. Τὸ πουλὶ μᾶς ἔρριξε κάτω ἀπὸ τὴν Ἐρμόμηλο καὶ βλέπαμε φῶτα στὸ Κάστρο τῆς Μήλου καὶ δυὸ φωτιὲς μεγάλες νὰ χύνωνται ποτάμια πύρινα καὶ νὰ φτάνουν στὸ καράβι, ποῦ ἔλεγες τόρα θ’ ἀνάψῃ καὶ