— Γιατί μωρέ, δὲ μὲ ξύπναες;
Ρίχνεται ἀπάνω στὸ δοιάκι γιὰ νὰ ὀρτσάρῃ· ποῦ νὰ ὀρτσάρῃ; Δὲν εἶχε καιρό. Τ’ ὄμορφο τρεχαντῆρι ἔτρεχε δαιμονισμένο ἀπάνω στὴ στεριά. Καὶ κείνη, πέτρα μοναχὴ στεκότανε ἀντίκρυ, περιφρονῶντας τὰ κύματα ποῦ βρουχιόνταν στὰ πόδια της καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ καπετάνιου ποῦ λάχτιζε ὠργισμένη τὰ δασὰ στέρνα του. Τρικυμία στὸ γιαλό, τρικυμία καὶ στὸ καράβι μέσα. Ρέκαζε ἡ θάλασσα, ρέκαζε κι’ ὁ καπετὰν Βαλμᾶς. Κοίταζε ἐμπρὸς τὴ στεριὰ ποῦ πήγαινε ἀθέλητα μὲ μάτι ἄγριο, λὲς κι’ ἔπασχε νὰ τὴν ἀνοίξῃ μὲ τὸ βλέμμα του· κοίταζε καὶ τὸ παιδὶ στὸ δοιάκι λουφασμένο σὰν βροχοδαρμένο λαγουδάκι. Ἔδειχνε γροθιὰ στὴ στεριά, γροθιὰ στὸν ἄνεμο πίσω του· γροθιὰ στὸ κῦμα ποῦ καβαλλίκευε τὸ ξύλο, κούρσευε τὸ κατάστρωμα. Δυὸ φορὲς ἔσυρε τὸ χέρι στὸ στυλέτο· πάλε τὸ ἄφησε.
— Ὢχ Θέ μου! εἶπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με νὰ μὴν κριματίσω.
Ἄξαφνα ὅμως ὁ Γιώργης τινάχτηκε ὁλόρθος κι’ ἔπεσε ἀπάνω στὸ τιμόνι μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Κάποια ἐλπίδα μέσα του ἀνάτειλε· στὸ νοῦ του κάποιο λιμάνι ἥσυχο ζωγραφίθηκε. Στὴν ἄγρια πέτρα ἀπάνω ἡ ψυχὴ μάντεψε ἀγκαλιὰ καλόγνωμη. Τὸ τρεχαντῆρι διάβηκε ἀπὸ τὴν Καβοκαμήλα, λόξεψε στὸν ἄνεμο κι’ ἔσυρε γραμμὴ καταπάνω στὴ στεριά.
— Τί κάνεις αὐτοῦ, μωρέ! ἀγριοφώναξε ὁ καπετάνιος.
— Στὸ λιμάνι, πατέρα μου· ἐκεῖ εἶνε πόρτο.