Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/173

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Πειράγματα171

Ἀνέστη, ἠθέλησα νὰ μιλήσω καὶ στὸ Γεράσιμο.

— Σὲ πειράζει, πείραξέ τον καὶ σύ· τοῦ εἶπα. Μιλεῖ γιὰ τοὺς συντοπῖτες σου· μίλησε γιὰ τοὺς δικούς του. Μὴν ἔχουν λίγα οἱ Σπετσιῶτες! Νά, πές του γιὰ τὸ ἀρνοκέφαλο. Κάποιος ψώνησε ἀπὸ τὴν ἀγορὰ ἕνα ἀρνοκέφαλο. Μὰ στὸ δρόμο τοῦ γλύστρησε κι’ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κάνει νὰ τὸ πιάση, ἀδύνατο· τὸ κεφάλι ὅλο καὶ μάκραινε ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιά. Ὁ ἔξυπνος τότε τὶ σοφίζεται; Παίρνει μιὰ τούφα χορτάρι καὶ τὴ δείχνει στὸ ἀρνοκέφαλο. —Ψοῦ!… ψοῦ!… τὸ μαύλιζε…

Δὲ μ’ ἄφησε νὰ τελειώσω. Πήδησε ὀρθός, μὲ ἅρπαξε ἀπὸ τὸν ὧμο.

— Δὲ τὰ ξέρω γὼ αὐτοῦνα! δὲν τὰ ξέρω γὼ αὐτοῦνα! ρέκαξε τρέμοντας. Ἢ θὰ πάψῃ ἢ μὰ τὸν Ἅγιο!…

Καὶ στύλωσε μάτια τόσο θυμωμένα στὸ φοβερὸ μπαλντᾶ, ποῦ πίστεψα πῶς τὸ σύνεργο σερνόταν νὰ πέσῃ στὰ χέρια του. Ἀπὸ τὴν ὥρα κείνη τὸ κατάλαβα. Ὁ Κεφαλλωνίτης ἀδύνατο νὰ μὴ μᾶς κάμῃ δουλειὲς στὸ καράβι. Καὶ τὶς ἔκαμε ἀλήθεια. Τὶς ἔκαμε γρηγορώτερα καὶ φοβερώτερα ἀπ’ ὅτι φανταζόμουνα.

Εἴχαμε κοντόγεμο τὸ καράβι ποῦ μᾶς πλάκωσε ἡ Λαμπρή. Ὁ καπετάνιος φρόντιζε νὰ πάρῃ τὸ φορτίο καὶ νὰ φύγῃ πρὶν ἔρθουν οἱ ἅγιες ἡμέρες· μὰ στάθηκε ἀδύνατο. Ἔφτασε ἡ Μεγάλη Πέφτη, ἔπαψε τὸ φόρτωμα. Εἶδες τί θρῆσκοι ποῦ εἶνε στῆ Ῥουσία! Θεὸς καὶ Τσάρος· τίποτ’ ἄλλο. Ἔπαψε κάθε δουλειὰ καὶ ρίχτηκε ὁ κόσμος στὶς ἐκκλησιές. Θέ-