Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/17

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα15

Ὁ πατέρας της ὁ καπετὰν Πάραρης ἦταν παλιὸς καραβοκύρης, συνομήλικος τοῦ δικοῦ μου. Στάθηκε τυχερὸς στὴ θάλασσα, τὴν τρύγησε καλά, ἧβρε τὴν περίστασι, πούλησε τὸ μπάρκο, ἀγόρασε χωράφια καὶ τὰ ἔκαμε περιβόλι. Μούτζωσε γιὰ πάντα τὸ ταξεῖδι.

Τὴν ἄλλη μέρα δὲν ἔφυγα ὅπως εἶχα σκοπό· οὔτε τὴν ἄλλη. Οὔτε ἀποβδομάδα. Δὲν ξέρω τί μὲ κράταγε κεῖ· δουλειὰ δὲν εἶχα. Μὰ κάθε στιγμὴ στὸ νοῦ μου ἐρχόταν λυχνοσβήστης ὁ συλλογισμός:

— Ἂν ἄκουα τοῦ πατέρα μου τὰ λόγια, τάχα δὲ θὰ ἤμουν σήμερα ὁ ἄντρας τῆς Μαριῶς;

Κ’ ἔκοβα βόλτες κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι της. Ἔπιανα κάθε κοντόβραδο τὸ δρόμου ποῦ πήγαινε στὸ πηγάδι γιὰ νερό, νὰ πάρω μιὰ ματιά. Τί τὰ θές, τί τὰ γυρεύεις; Τὴν ἀγάπησα τὴ Μαριώ. Ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ διαβαίνῃ χαμηλόθωρα, λεβεντοπερπάτητη μὲ στήθη μεστωμένα καὶ τὰ μαλλιὰ ἀνεμιστὰ στὶς πλάτες, ποθοῦσα νὰ κολλήσω ἀπάνω της. Ὁ μαγνήτης ποῦ μ’ ἔσυρε ἄπραγο παιδὶ στὴ θάλασσα, μ’ ἔσερνε τόρα στὴ γυναίκα. Μὲ το ἴδιο πάθος ρίχτηκα στ’ ἀχνάρια τῆς πεντάμορφης. Ἐκεῖ ἔβαλα προξενητὴ τὸν καπετὰν Καλιγέρη· ἐδῶ τὴ γριὰ Καλομοῖρα.

— Δὲ φεύγω, ἂν δὲν πάρω ἀπόκριση· συλλογίστηκα.

Ἡ προξενήτρα τὰ κατάφερε μιὰ χαρά. Ζάχαρη ἔβαλε στὰ λόγια της καὶ πλάνεσε κορίτσι καὶ πατέρα εὐθύς.

— Νὰ σοῦ εἰπῶ˙ μοῦ λέει ὁ καπετὰν Πάραρης ἕνα βράδυ παράμερα. Ὁ σκοπός σου καλὸς καὶ τίμιο τὸ φέρσιμό σου. Δὲ θέλω καὶ καλήτερο νὰ μπάσω στὸ σπίτι