Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/16

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
14Λόγια τῆς πλώρης

τόκλεισε γρήγορα· πέθανε ἡ καπετάνισσα στὸ χρόνο ἀπάνω κ’ ἔτσι ξενοιάσαμε. Ἀπὸ καράβι σὲ καράβι, ἀπὸ καπετάνιο σὲ καπετάνιο, ἀπὸ ταξεῖδι σὲ ταξεῖδι, δέκα χρόνια τὰ ἔκλεισα στὴ θάλασσα. Τὰ λόγια τοῦ πατέρα μου νυχτοήμερα στ’ αὐτιά μου. Μὰ τί τ’ ὄφελος; Βάρε τοῦ μαχαιριοῦ γροθιά. Ἂν εἶχα καὶ γὼ ἕνα κλῆμα στὴ στεριά, πέτρα μαύρη θὰ ἔριχνα. Μὰ ποῦ τὸ κλῆμα; Ἀπόφαση τὸ πῆρα. Ἢ τὸ κῦμα θὰ μὲ φάῃ ἢ θὰ μὲ δώσῃ πετσὶ καὶ κόκκαλο στὸν κόσμο. Καλὰ λοιπόν· ζωὴ χαρισάμενη! Δουλειὰ καὶ γλέντι. Μηγάρις ἤμουν μοναχός; Ὅλος ὁ ναυτόκοσμος ἔτσι δέρνεται. Ἔκαμα σὲ τόσα καράβια· εἶδα καὶ τοὺς ξένους, μὰ δὲ ζήλεψα τὴν τύχη τους. Παντοῦ ἡ ἴδια ζωὴ τοῦ ναύτη. Βρισὲς ἀπὸ τὸν καπετάνιο, ἀπὸ τὸν φορτωτὴ καταφρόνια, φοβέρες ἀπὸ τὴ θάλασσα, σπρωξίματ’ ἀπὸ τὴ στεριά. Ὅπου καὶ νὰ γυρίσῃς στὰ κόντρα βρίσκεσαι.

Μιὰ φορὰ ποῦ ἦρθα στὸν Πειραιᾶ μὲ τὴν ἐγγλέζικη φρεγάδα εἶπα νὰ πάω στὴν πατρίδα. Ἀπὸ τότε ποῦ ἔφυγα μὲ τὸν καπετὰν Καλιγέρη δὲ γύρισα ποτέ. Ἡ τύχη μὲ ἅρπαξε στὰ φτερά της καὶ μ’ ἔφερε σβούρα στὴ γῆ. Πῆγα, ἧβρα τὸ σπίτι χάρβαλο, τὸν τάφο τῆς μάννας μου χορταριασμένο καὶ μιὰ μικρούλα μου ἀγαπητικὰ σωστὴ ἀντρογυναίκα. Ἔκαμα τρισάγιο τῆς μάννας μου, ἄναψα κερὶ στὴν ψυχὴ τοῦ πατέρα μου, ἔρριξα καὶ δυὸ ματιὲς στὴν παλιά μου ἀγάπη. Στὴ δεύτερη ματιὰ ἀνατρίχιασα.

— Ποιὸς ξέρει, πικροσυλλογίσθηκα, ποιὸς ξέρει ἂν ἄκουα τοῦ πατέρα μου τὰ λόγια, τάχα δὲ θὰ ἤμουν σήμερα ὁ ἄντρας τῆς Μαριῶς;