Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/158

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
156Λόγια τῆς πλώρης

γυναίκα. Ἡ Εὔα ἡ παμπόνηρη, καθὼς τὸν εἶδε, τουρλώθηκε ὁλόγυμνη, μὲ τὰ μαλλιὰ ριγμένα στὸ πρόσωπο καὶ κεῖνος πῆρε τέτοιο φόβο, ποῦ ἔκαμε τὸ σταυρό τοῦ κι ἔφυγε στὰ τέσσερα. Καὶ μὴ δὲ γράφουν τὰ χαρτιὰ πῶς ὁ Σολομῶντας μὲ τὴ βούλα του ἀνάγκασε ὅλα τους τὰ τάγματα νὰ πετροκουβαλοῦν γιὰ νὰ χτίσουν τὸν Ναὸ στὰ Γεροσόλυμα; Ἄφησε τὴν ἄλλη φορὰ ποῦ πῆγε μεταμορφωμένος σὲ γάϊδαρο νὰ πειράξῃ τὰ σχολειταρούδια καὶ κεῖνα τοῦ ἔπεσαν ἀπάνω, ποῦ εἶδε κι’ ἔπαθε νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὰ χέρια τους. Φαντάσου τὶ σοφίστηκαν τὰ διαβολόπαιδα! Ἐπειδὴ δὲν ἔφτανε νὰ τὸν καβαλήσουν ὅλα, τοῦ ἔχωσαν ἕνα δοκάρι στὸν πισινὸ καὶ καβάληκαν κι ἀπάνω στὸ δοκάρι. Γιὰ τοῦτο στεκόταν τόρα δίβουλος καὶ τρίβουλος. Μὰ πάλι ποῦ δὲν ἡσύχαζε ὥς που νὰ μάθῃ τὸ μυστικό. Καὶ μὲ τὸ δίκιο του. Τί διάβολος, σοῦ λέει, εἶμαι γώ, ἄμα δὲν ξέρω ὅσα ξέρει ἔνας παλιογεμιτζῆς!

— Ἔλα, λέει ἀποφασισμένος· βούλωσέ με καὶ πές μου.

Ἅμα τὸν βούλωσε ὁ ναύκληρος, τοῦ εἶπε τὴν τέχνη: Ἔβγαλα τὰ ροῦχά μου, τὰ ἔχωσα στὸ μισοκοῖλι, ἔβαλα τὸ μισοκοῖλι στὸ κεφάλι καὶ δρόμο. Ἔπαψε ἡ βροχή, φόρεσα τὰ ροῦχά μου, πῆρα τὸ μισοκοῖλι στὸ χέρι καὶ πάλι δρόμο.

Μωρὲ αὐτὸ ἦταν ὅλο! λέει ὁ διάβολος τραβώντας τὰ γένεια του· ἄϊντέ μου!

Πέρασε καιρός, πέθανε ὁ ναύκληρος. Ποῦ ἀλλοῦ