— Ἔλα δά!…
— Μὰ τὰ κέρατά σου, στὸ δρόμο.
— Καὶ δὲ βράχηκες; Ἐγὼ ἔγινα μουσκίδι.
Ὁ ναύκληρος γέλασε.
— Ἄ, λέει πονηρά! Ξέρω μιὰ τέχνη καὶ δὲ βρέχουμε.
— Μωρὲ τὶ λὲς! κάνει ὁ διάβολος, σὰν τὶ τέχνη ξέρεις;
— Ξέρω μιά…
— Γιὰ ν’ ἀκούσω.
— Δὲ στὴ λέω.
— Μωρὲ ἀμάν, πές τη μου καὶ ὅ,τι θές. Θὲς καράβια, θὲς χρυσάφι, καλούδια· τί θὲς νὰ σοῦ δώσω; Πές τη μου…
Ὁ ναύκληρος ἔρριξε κάτω τὸ κεφάλι, τάχα πῶς συλλογιόταν τί νὰ ζητήσῃ γιὰ πληρωμή.
— Νὰ σὲ βουλώσω θέλω· τοῦ λέει. Ἄμα σταθῇς καὶ σὲ βουλώσω σοῦ τὴ λέω.
Ὁ διάβολος ἄρχισε νὰ ξυῇ τὸ αὐτί του. Μωρὲ, κι’ ἄλλο μασκαραλίκι νὰ πάθω, συλλογιέται. Γιατί ἀλήθεια πειράζει τοὺς ἀνθρώπους συχνά· μὰ καὶ κεῖνοι τοῦ σκαρώνουν δουλειές, ποῦ κλειέται γιά μῆνες καταντροπιασμένος στὴ φωλιά του. Μιὰ φορὰ ἔρριξαν στὸ δρόμο μιὰ σκούφια Κεφαλλωνίτικη κι’ ἔσπασε τὸ κεφάλι του γιὰ νὰ καταλάβῃ τί εἶνε. Τὴν ἔβανε γιά κάλτσα, δὲν ἔκανε· τὴν ἔβανε καπνοσακούλα, οὔτε· τὴν τραβοῦσε ἀπὸ πάνω, ἀπὸ κάτω· τὴ μάζωνε, τὴν ἅπλωνε, τίποτα! Τέλος τὴν πέταξε ἀπελπισμένος, ἔφυγε κι ἀκόμη τὴ νομίζει μυστήριο!
Ἄλλη μιὰ φορὰ κίνησε νὰ πάῃ νὰ πειράξῃ τὴ