Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/148

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
146Λόγια τῆς πλώρης

ἀκόμα. Ἡ μέρα μόλις ἄρχισε. Ὥς ποῦ νὰ πλακώσῃ τὸ χιόνι φουντάρομε στὰ Καβάκια.

Καὶ φώναξε πάλι:

— Ντροπή μας!

Ἀλήθεια ἦταν ντροπή μας! Κάπου δέκα ξύλα μικρὰ-μεγάλα ἔρχονταν πίσω καὶ ἄλλα φύτρωναν στὸ θαλασσόφρυδο. Κανένα δὲν ἄλλαζε δρόμο· κανένα δὲν ὀρθοπλώριζε. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε πρῶτοι ἐμεῖς!

— Μωρέ, νομίζεις πῶς φοβᾶμαι γιὰ τὴ ζωή μου; εἶπε ὀξύθυμος στὸ γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναῖκα ὅλα τὰ σφάζω ἐδεπαδὰ γιὰ τὸ τίποτα. Συλλογιέμαι τὸ μπάρκο καὶ τὸ Βάραγγα. Φαντάσου νὰ τὸν καταντήσω ζητιάνο ἀπὸ καραβοκύρη!…

Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσῃ τὸ λόγο του καὶ τὸ πλοῖο λάγκεψε ξαφνιαμένο. Ὁ χιονιᾶς ξέσπασε καραβοπνίχτης. Τὸ χιόνι ἄρχισε νὰ πέφτῃ χοντρό, ἀνάλαφρο στὸ κατάστρωμα, νὰ κάθεται στὰ ξάρτια, νὰ πιάνῃ στὰ πανιά, νὰ λυώνῃ στὴ σκοτεινὴ τὴ θάλασσα. Τρυγύρω ἔκλεισαν τὰ οὐρανοθέμελα, ἔσβυσαν τ’ ἄλλα πλεούμενα, χάθηκαν τὰ Μπουγάζια. Χάθηκαν ἀπὸ τὰ μάτια μας ὄχι ὅμως κι’ ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ὅλοι τὰ νιώθουμε κάπου ἐκεῖ λουφασμένα. Καὶ ὁ χιονιᾶς προδότης ἔσπρωχνε ἀπάνω τους τὸ καράβι μας.

— Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ὁ γραμματικός.

— Σώπα, μωρέ, ποῦ χαθήκαμε! φωνάζει ἀγαναχτισμένος ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος.

Ἄλλαξε ἀμέσως πρόσωπο. Μυρίστηκε τὸν κίνδυνο