παραπονιόταν ὅμως, γιατὶ γνώριζε τὸ δίκηό τους. Ἐκεῖνο ποῦ τὸν ἀπέλπιζε ἦταν ἡ τύχη του. Μὲ κείνη πάλαιβε στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο του. Πίστεψε πῶς κάτι κακὸ γεννήθηκε μὲ τὴ γέννησή του καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε στὰ ταξίδια του. Ἀναγνώριζε πῶς δὲν εἶχε πιὰ δικαίωμα νὰ συνεπαίρνῃ στὴν κακοτυχιά του ξένη περιουσία, μὲ βάσανα καὶ ἵδρωτα ἀποχτημένη καὶ ξένη ζωὴ πολυάκριβη.
Αὐτὸ δὰ ἦταν ἡ μεγαλείτερη δυστυχία του. Ἦρθε καὶ ψυχομαράθηκε· σούρωσε σὰν τὸν Ἄρειο. Ἄρχισε ν’ ἀποφεύγῃ ὄχι πιὰ τοὺς ξένους, ἀλλὰ καὶ τοὺς δικούς του. Πήγαινε πάντα μοναχός, μιλοῦσε, χειρονομοῦσε πότε δυνατὰ καὶ θυμωμένα, πότε κουφὰ καὶ φοβισμένα. Καὶ κάθε ἡλιοβασίλεμα ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι του, ποῦ ἦταν στῆ Χηρόλακκα ψηλά, γλύστραγε ἀμίλητος στὴν ἀγορά, κατέβαινε στὸ λιμάνι, ἔστεκε κατάνακρα στ’ ὀρθολίθι, κοίταζε τὴ θάλασσα. Κοίταζε κάπου μισὴ ὥρα. Ἔκανε φτοῦ! φτοῦ!… τρεῖς φορές· ἄλλες τρεῖς τὴν ἔδερνε μὲ τὶς πέτρες. Ἔπειτα πάλι ἔπαιρνε τὸν ἀνήφορο, διάβαινε στὴν ἀγορά, ἔφτανε σπίτι του.
Ἡ γυναῖκά του, ἡ ὄμορφη Χρυσούλα, ὁ γυναικάδερφός του ὁ Βάραγγας κι’ ὁ γεροπεθερός του ἦταν ἀπαρηγόρητοι. Δὲν ἤξεραν τί νὰ κάμουν· πῶς νὰ τὸν σώσουν. Νέος ἄνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος, ἄτρομος, γιὰ τὸν κίνδυνο καὶ τὸν ἀγῶνα γεννημένος, πῶς μπορεῖ νὰ κάθεται ἄδουλος, σὰν ἄκαρπο δεντρί; Καὶ ὄχι μονάχα οἱ συγγενεῖς του, ἀλλὰ κι οἱ ξένοι πόναγαν γιὰ τὴν κατάστασή του. Ὁ ναυτόκοσμος, βλέπεις, εἶνε μιὰ φαμελιά. Ἤθε-