Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/14

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
12Λόγια τῆς πλώρης

Πρώτη φορὰ γνώριζα τὴ γλύκα τῆς φωνῆς του. Δὲ σάστισα ὅμως.

— Πατέρα, τοῦ εἶπα· τὸ σκέφτηκα. Κακὸ καὶ ψυχρὸ μπορεῖ νὰ εἶνε τὸ κίνημά μου· μὰ δὲ δύναμαι νὰ κάμω ἀλλιῶς. Δὲ μπορῶ νὰ ζήσω ἀλλιώτικα. Μὲ κράζ’ ἡ θάλασσα. Μὴ θὲς νὰ μὲ μποδίσῃς. Ἄσε με κεῖ ποῦ βρίσκομαι, γιατὶ θὰ πάρω τὰ μάτια μου καὶ δὲ μὲ ξαναβλέπεις.

Ἔκαμε τὸ σταυρό του· στάθηκε λίγο, μὲ κύταξε κατάματα, κούνησε τὸ κεφάλι.

— Καλὰ παιδί μου εἶπε· κάνε ὅ,τι σὲ φωτίσῃ ὁ Θεός. Ἐγὼ ἔκαμα τὸ χρέος μου. Οὔτε ἔξοδα λυπήθηκα οὔτε λόγια· θυμήσου το, νὰ μὴ μὲ ἀναθεματᾷς ἀργότερα. Πήγαινε στὴν εὐκή μου.

Ὕστερή του εὐκή, πρώτη μου θλίψη. Ἡ θάλασσα στὸ πρῶτο μου ταξεῖδι πλήρωσε τὴν ἀγάπη μου. Ἔμεινα πιὰ ἀναγκαστικὸς δουλευτὴς τοῦ καπετὰν Καλιγέρη. Δουλευτὴς γιὰ τὸ ψωμάκι. Ψωμάκι τὸ δικό μου καὶ τῆς καπετάνισσας. Ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴ συμβουλή της οὔτε νὰ τιμήσω, οὔτε νὰ δουλέψω μπόρεσα περισσότερο τὸ θεῖο μου. Ἂν εἶνε νὰ δουλέψω ναύτης σκέφτηκα, δόξα σοι ὁ Θεὸς βρίσκονται κι’ ἄλλα καράβια. Ἀπὸ νὰ δέχομε τὶς βρισὲς τοῦ συγγενῆ μου καλήτερα ἑνοῦ ξένου. Ἀποφάσισα στὸ πρῶτο λιμάνι νὰ ξεμπαρκάρω μὲ τὸ καλό.

— Μὲ τὸ καλό; ἄσε καὶ νὰ ἰδῇς· λέει ὁ καπετὰν Καλιγέρης, ὅταν μάντεψε τὸ σκοπό μου.

Πάω μιὰ ἡμέρα νὰ τοῦ ζητήσω λάδι γιὰ τὸ φαγί.

— Δὲν ἔχει, μοῦ λέει· τὸ τρώει κεῖνος ποῦ κάθεται στὸ τιμόνι. Πάω δεύτερη· τὸ ἴδιο. Πάω τρίτη· πάλι