Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/132

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
130Λόγια τῆς πλώρης

δουλειὰ ἀπὸ τὸ δουλευτή, γιατὶ φοβεῖται μὴν ὀκνέψη μὲ τὴν ἀκαμοσιά. Φαντάσου ὅμως ἂν ἦταν καλωσύνη, τί δρόμο θὰ παίρναμε τόρα! Ἔτσι τοὐλάχιστο ἔχω ἐλεύθερο τὸ νοῦ νὰ συλλογισθῶ τὸ σπίτι μου.

Ἄχ, τὸ σπίτι μου! Ἄρχισα τὸ παράπονο καὶ κοντεύω νὰ δακρύσω σὰν ἄπραγο παιδί. Μὰ δὲ φταίω γώ. Φταίει αὐτὴ ἡ νύχτα. Φταίει τὸ ἀποψινὸ ἀποσπέρισμα, τ’ ἀστέρι τὸ λαμπρὸ ποῦ ἔτρεμε βασιλεύοντας πίσω ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνὰ καὶ τάραξε τὸ εἶναι μου. Ὅπως τοὺς Μάγους, ὡδήγησε καὶ μένα πίσω ἀπὸ τὰ βουβὰ καὶ τὰ πέλαγα στὴ Νάξο, στὸ Γρίτι μου τὸ πρασινοντυμένο, στὸ ταπεινὸ μὰ ὁλόχαρο σπιτάκι μου. Καὶ ὄχι ὥς ἐδῶ· παραμπρός, παραμπρός ἀκόμη. Μ’ ἔφερε στὰ παιδιάτικα χρόνια μου, πρὶν ἀφήσω τὴ στεριὰ καὶ πρὶν νὰ ταξιδέψω τὴ θάλασσα.

Καθόμαστε ὅλοι στὸ παραγῶνι, διπλοπόδι στὰ μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι μὲ τὰ ζεστὰ φορεματάκια μας, ποῦ τὰ ἔρραψε τῆς μάννας ἡ φροντίδα καὶ τῆς ἀδερφῆς μας, τῆς Ὀμορφούλας τὰ πιδέξια χέρια. Ὁ πατέρας μου, θεριακωμένος καὶ νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στὶς προσκεφαλάδες ψηλὰ καὶ ρουφοῦσε ἀπολαυστικὰ τὸ τσιμποῦκί του.

Ὅταν μᾶς ἔβλεπε ἔτσι συναγμένους, τοῦ ἄρεσε νὰ διηγέται παραμύθια καὶ ἱστορίες τῆς ζωῆς του. Τῆς θάλασσας οἱ κίνδυνοι, τῆς στεριᾶς οἱ χαρές, ὁ τρόμος τῶν κουρσάρων, τὰ ναυτικὰ κατορθώματα τῆς Ἐπανάστασης διάβαιναν ζωντανὰ καὶ ὁλοφώτιστα μπροστά μας. Μὰ κείνη τὴ νύχτα δὲ θέλησε νὰ μιλήσῃ οὔτε γιὰ παραμύθια, οὔτε γιὰ ταξίδια του. Μόλις βάλαμε τὸ λύχνο στὸ λυχνοστάτη καὶ φάγαμε τὴ λει-