Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/131

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Θεῖον ὄραμα129

ρικὸ κελλί. Ἀλλὰ τὸ φλίφλισμα τοῦ νεροῦ ποῦ ἀκουόταν στὰ πλευρά, ἡ μυρωδιὰ τοῦ κατραμιοῦ καὶ τὰ ψημένα πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, ἔδειχναν πῶς ἡ ζωὴ ἐδῶ ἀγωνίζεται τὸν τελευταῖο ἀγῶνά της. Γιὰ τοῦτο καὶ κανένας δὲν πρόσεξε τόρα στὸ ἀστεῖο κατρακύλιμα τοῦ θερμαστή.

— Δὲ λέτε, ρὲ παιδιά, καὶ τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε; ξαναδευτέρωσε κεῖνος, ἀγκαλιάζοντας τὴ θερμάστρα σὰν ἐρωμένη.

— Τί νὰ εἰποῦμε; ρώτησε μελαγχολικὸς ὁ Κώστας ὁ Ἀξιώτης. Νυχτιὰ σὰν τὴν ἀποψινή δὲ θέλει παραμύθια· ὄχι, δὲ θέλει παραμύθια! Ἐδὼ στὸν ἄγριον κόρφο ποῦ εἴμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸ μούγκρισμα τῆς Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι ἀπὸ τὸν πουπουλένιο θυμὸ τ’ οὐρανοῦ, ἂς ποῦμε κατιτί θεϊκὸ καὶ παρήγορο. Στὰ παλιὰ χρόνια οἱ γέροντές μας δὲν εἶχαν τὴν καταδίκη ποῦ ἔχουμε μεῖς τόρα. Περνοῦσαν τὶς ἅγιες ἡμέρες κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τους, κοντὰ στὴ φωτιὰ, ἀνάμεσα στὴ φαμίλια τους. Ὅπως ὁ ἀμπελοφυτευτὴς τ’ ἀμπέλι του, τρυγούσανε καὶ κεῖνοι τὸ καλοκαίρι τὴ θάλασσα καὶ χαίρονταν τὸ χειμῶνα τὰ καλά της ἄφοβα. Ἤξεραν τὴ γιορτὴ καὶ τὴν καματερή τους. Εἶχαν καιρὸ γιὰ τὴ χαρὰ καὶ γιὰ τὴ θλίψη τους. Ἐμεῖς τίποτ’ ἀπ’ αὐτά! Χειμῶνα-καλοκαῖρι τ’ ὀργώνουμε τὸ κῦμα. Βώδια καματερὰ στὴ βουκέντρα τῆς Ἀνάγκης, ὑποταχτικὰ θ’ ἀβλακώνουμε τὸ ἁρμυρὸ χωράφι, μονάχα τὴ φάκνα μας ἔχοντας γιὰ πληρωμή. Γιὰ τοῦτο καλά ποῦ ἔτυχε ἡ κακοκαιρία ν’ ἀφήσουμε λίγο τὸν κάματο. Δὲ λέω πῶς θὰ μείνουμε καὶ τόσα ἥσυχοι. Ὁ ἀφέντης θέλει