Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/118

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
116Λόγια τῆς πλώρης

κεφαλόβρυσο τὸ αἴσθημα. Τὸ λυγερὸ κορμὶ ποῦ ἔφευγε λαυράκι στὰ νερά, ξάφνισε τὰ νεῦρά του· καὶ τὸ γέλιο ποῦ ἀπέμενε ὀκνὸ στὸν ἀέρα, τὸν τύλιξε σὲ πόθους καὶ σὲ ὄνειρα.

Δὲ χασομερίζει· βάνει τὰ γιορτινά του, τὴ φουφουλαβράκα τσακιστὴ-ἀνεμιστή, γαλάζιες κάλτσες, μυτερὰ παπούτσια· ζώνει στὴ μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι, περνᾷ τὸ κεντητὸ γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στὸ πλευρὸ τὸ τουνεζίνικο φέσι καὶ τρέχει στὸ σπίτι τῆς Λενιῶς. Πρὶν ὅμως πατήσῃ στῆ βάρκα πισωγυρίζει καὶ κρεμᾷ στὴν ἀριστερὴ μασχάλη χρωματιστὸ μεταξομάντηλο καὶ παίρνει στὸ χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Τὸ ἕνα γάμου κάλεσμα, τὸ ἄλλο συμπεθεριᾶς σημάδι.

— Γιά σας κ’ ἦρθα, λέει τῆς γριᾶς. Εἶμαι ὁ καπετάνιος τῆς «Κυραδέσποινας», ποῦ ἄρραξε προχτὲς στὸ νησί σας. Τ’ ὄμορφο καράβι θέλει κι’ ὄμορφη καπετάνισσα. Ἦρθα νὰ πάρω τὸ Λενιὼ γυναῖκα μου. Ἂν εἶνε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐκή σου, αὔριο τὴ στεφανώνω.

— Καλῶς ἤρθατε καὶ καλῶς κοπιάσατε, σὰν τὸν καλὸν τὸ χρόνο· ἀπήντησε ἡ γριὰ γλυκομίλητη. Ὁ λόγος ἀπ’ τὸ στόμα σου καὶ στοῦ Θεοῦ τ’ ἀφτί.

Ἦταν ἔξυπνη ἡ μάννα τῆς Λενιώς, ψημένη στὴ ζωή, ἀπὸ τὰ μικρά της χρόνια χήρα. Βουτηχτής ὁ ἄντρας της, καθὼς ἀνέβαινε μὲ τὸ δίχτυ του γεμᾶτο, τὸν ἔκοψε τὸ σκυλόψαρο στὰ δύο, σὰν πράσο. Ἄφησε πεντάρφανο τὸ κορίτσι του. Ἐκείνη πάλαιψε μὲ τὸν κόσμο, ἀνάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τή Λενιώ. Δὲν ἔλεγε ὅμως ποτὲ νὰ τῆς δώσῃ ἄντρα γέροντα.