Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/113

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Καβομαλιᾶς111

— Ἕνας γέροντας, λέει, φάνηκε στὴν Πεζούλα ἐρχάμενος ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἔρχεται νὰ γιατρέψῃ τὴ μπεοπούλα.

Καθὼς τ’ ἀκούει ἐκεῖνος ἀναγάλλιασε.

— Τρέξτε γλήγορα! λέει στοὺς ἀνθρώπους του· γλήγορα νὰ μοῦ φέρτε τὸ γέροντα!

Τρέχουν, βρίσκουν ἕνα κοντὸ καὶ κακοτράχαλο γεροντάκι, καβάλλα σὲ μιὰ κασσέλα. Ἦταν κασσέλα κ’ ἔμοιαζε σὰ χελῶνα· ἦταν χελῶνα κ’ ἔμοιαζε σὰν κασσέλα. Τρέχει ὁ Μπέης, κατεβαίνει τὴ σκάλα καὶ τοῦ πέφτει στὰ πόδια.

— Ἀμάν, γέροντά μου· σῶσέ μου τὸ χανουμάκι κι’ ὅ,τι θὲς ἀπὸ μένα.

— Μὴ φοβᾶσαι, μπρέ! τοῦ φωνάζει ἐκεῖνος ἄγρια· ὅσο εἶμαι δῶ, μὴ φοβᾶσαι! Μόνο ἕνα πρᾶμα θὰ κάμῃς· νὰ πάρῃς τὴ Μπέησσα καὶ νὰ φύγετε ἀπὸ τὸν πύργο. Καὶ νὰ διαλαλήσῃς στὸ χωριό, μὲ τὸ ἡλιόγυρμα οἱ χωριανοὶ νὰ κλειῶνται στὰ σπίτια τους συφάμελοι γιὰ τρεῖς μέρες.

Ὁ Μπέης κι’ ἡ Μπέησσα στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελαν νὰ φύγουν καὶ ν’ ἀφήσουν μοναχὴ τὴ θυγατέρα τους. Μὰ ὁ γέροντας ἐπίμενε στὸ λόγο του.

— Ἂν δὲ θέλτε, εἶπε· ἀφῆστέ την νὰ πεθάνῃ.

Τέλος ἔφυγαν οἱ γονέοι κι’ ὁ γέροντας ἔμεινε ὁλομόναχος μὲ τὴν ὀμορφονιά. Ὁ γέροντας ἦταν μάγος, ἀπὸ κείνους τοὺς μάγους, ποῦ μὲ τὸ λόγο μποροῦν νὰ μαρμαρώσουν τὴ θάλασσα καὶ νὰ θαλασσώσουν τὶς στεριές. Ἡ δύναμη του ὅλη καὶ τὰ μάγια του ἦταν σὲ κείνη τὴν κασσέλα· τὴν ἔκανε ὅπως ἤθελε: γοργοπόδαρο ἄλογο στὴ στεριά, τρεχαν-