Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/105

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ σφουγγαράδες103

— Ἀπὸ ποιά;

— Δὲν ξέρω· μακριά ἴδαμε τὴ σημαία του μετζάστρα.

Ἔφτασαν ὅλες οἱ μηχανὲς στὸ Ἀσπρονῆσι· πήδησαν ἔξω τὰ πληρώματα. Καθένας εἶχε καρδιοχτύπι, ὥστε νὰ ἰδῇ τὸ νεκρό. Τέλος ἔφτασε κ’ ἡ μηχανὴ τοῦ Πίπιζα· πρῶτος πήδησε στὴν ἀμμουδιὰ ὁ πατέρας σου. Ὠϊμέ! Ὁ Νικόλας Ραφαλιᾶς ἦταν νεκρὸς στὸν ἄμμο μὲ μιὰ πληγὴ ὀρθάνοιχτη στὸ ἀριστερὸ πλευρό.

Ἀκοῦς! Γιὰ τὸ μελάτι ὁ πατέρας σου σκότωσε τὸν ἀδερφό του. Τὸν ἔθαψεν ἐκεῖ στὸ ἔρημο νησί, δίπλα σὲ χιλιάδες ἄλλους ἄτυχους σὰν αὐτὸν καὶ πανέρμους, καὶ στὸν ξύλινο σταυρό του ἔγραψε: «Ἀδερφοσκοτωμένος σφουγγαρᾶς 1876».

Ἀπὸ τότε δὲ βούτηξε πιὰ στὴ θάλασσα, δὲν πάτησε μηχανή. Ἐκεῖ κάθησε στὸ ἄκαρπο νησί, διώχτης τῶν γλάρων καὶ φύλακας τοῦ νεκροῦ. Τέλος μὲ τὸ πρῶτο ντεπόζιτο γύρισε πίσω. Ἦρθε ἴσα στὸ σπίτι μου.

— Χρυσούλα, μοῦ εἶπε κλαίοντας, κι’ οἱ δύο μιὰ τὴν ἔχουμε τὴν πληγή. Ἐσὺ ἔχασες τὸν ἀρρεβωνιαστικό σου καὶ γὼ τὸν ἀδερφό μου. Τὸ κακὸ ποῦ ἔκανα σὲ κεῖνον ἦρθα νὰ τὸ πληρώσω σὲ σένα. Θὰ γίνω ἄντρας σου.

Ἔτσι ἔγινε ἄντρας μου ὁ ἀντράδελφος κ’ ἔγινε πατέρας σου. Μὰ δὲν ἔζησε οὔτε νὰ σὲ γνωρίσῃ. Νυχτόημερα τὸν τυραννοῦσε τὸ κρῖμα καὶ πέθανε μονοχρονίς. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποῦ ξεψύχαε δὲν εἶχε ἄλ-