Σελίδα:Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας.djvu/722

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
708
Μῶμος — Μῶφι

λίμνην μετὰ τοῦ Κανωβικοῦ βραχίονος τοῦ Νείλου (Ἡρδ. Β, 162. —Στρβ.). Νῦν Μανούφ.

Μῶμος, υἱός τῆς Νυκτὸς, ὁ θεὸς, ἢ ἡ προσωποποίησις, τῆς μομφῆς καὶ κατηγορίας (Ἡσίοδ. Θεογ. 214. — Λουκ. Ἑρμότ. Κ). Διερράγη ἐκ πείσματος διότι δὲν εὗρε τί νὰ ψέξῃ εἰς τὴν Ἀφροδίτην.

ΜώριοςΜόλος, μικρὸς ὁμόρρους τοῦ Βοιωτικοῦ Κηφισοῦ ἐκ τοῦ Θουρίου ὄρους παρὰ τῇ Χαιρωνείᾳ πηγάζων (Πλούτ. Σύλλ. ΙΖ. 16).

ΜύσαςΜόσας, ποταμὸς ἐν τῇ Βελγικῇ Γαλλίᾳ (ν. Μαὰς), πηγάζων ἐκ τῆς χώρας τῶν Λιγγόνων (Cæs. B. G. IV, 10, 15. Tac. Ann. II, 6).

Μῶφι, ὄρος τῆς ἄνω Αἰγύπτου, ὑπὲρ τὴν πόλιν Ἐλεφαντίνην (Ἡρδ. Β, 28). Ἴδ. Κρῶφι.


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ