σίας εν τη εκκλησιαστική μουσική. και εν τω ιπποδρόμω. Εδωρήθη δε υπό του Κωνσταντίνου Ε' του Κοπρωνύμου (+ 757) εις τον βασιλέα των Φράγκων Πιπίνον τον Βραχύν, και ακολούθως υπό Μιχαήλ του Α' εις Κάρολον τον Μέγαν (787) και κατόπιν εισήχθη εν ταις Λατινικαίς Εκκλησίαις υπό Λουδοβίκου του Ευσεβούς (822). Αλλά το όργανον τούτο το κανονισθέν μεταξύ των Δυτικών χριστιανικών κοινοτήτων διά συνοδικής αποφάσεως, και σήμερον έτι α) δεν είναι εν γενική χρήσει εν ταις εκκλησίαις Λυών· β) καθ’όλην την ευρείαν δικαιοδοσίαν του Πάπα ουδέποτε είναι εν χρήσει εν καιρώ νηστείας, και γ) εν αυτή τη Ρώμη ουδέποτε υπάρχει εν χρήσει εν τω παρεκκλησίω του Σίξτου, και εν παντί ετέρω ναώ ιερουργούντος του Πάπα. Προσθετέον δε ότι πολλοί κατά καιρούς εκ των θεολόγων της Δύσεως απεδοκίμασαν την εισαγωγήν των μουσικών οργάνων εν ταις Δυτικαίς Εκκλησίαις.
Εν τη αρχαία χριστιανική Εκκλησία προ της εγκαταστάσεως της τάξεως των ψαλτών, πάντες oι εν τω οίκω της προσευχής συνερχόμενοι χριστιανοί έψαλλον κατά συμφωνίαν, ήτοι ως από ενός στόματος συνέψαλλον, κρατούντες εν τη μνήμη τα εν χρήσει εν τη κοινή θεία λατρεία άσματα. Την ψαλμωδίαν ταύτην περιγράφει και Φίλων ο Ιουδαίος, παρ’ου μανθάνομεν ότι oι χριστιανοί, εν ταις αγρυπνίαις εγειρόμενοι πάντες, διηρούντο εις δύο χορούς εν τω μέσω του ναού, oι άνδρες μετά των ανδρών και αι γυναίκες μετά των γυναικών. Έτερος τρόπος του ψάλλειν είναι ο καθ’υποφωνίαν, όστις λέγεται και υπάδειν, υποψάλλειν και υποψαλμός, ακροτελευτείν και υπακούειν, ότε ο λαός υπήχει. Φίλων ο Ιουδαίος διηγείται ότι εν ταις χριστιανικαίς συνάξεσιν εις ψάλτης κατήρχετο της ψαλμωδίας, oι δε