- Το μονωδικόν είδος ##
Εν τη Εκκλησία από των αποστολικών χρόνων ην εν χρήσει το μονωδικόν είδος της ψαλμωδίας, καθ’ο, πάσαι αι φωναί οσαιδήποτε και οιαιδήποτε αν ήσαν, πάντοτε ταυτοχρόνως, ομοφώνως και ομοτόνως εξετέλουν ωρισμένην τινά μελωδίαν. Ο χορός λοιπόν εν τη χριστιανική αρχαιότητι έψαλλεν ομοτόνως, άνευ δηλαδή της προσθήκης ανωτέρων και κατωτέρων τόνων, καί oυχί ετεροτόνως, ως γίνεται νυν εν τη τετραφώνω ευρωπαϊκή μουσική, ης το αρμονικόν μέρος εκτελουσι πολλοί μουσικοί, οίτινες δεν κρατούσι το αυτό ίσoν, αλλ,’άλλοι μεν βαρύτερον, άλλοι οξύτερον, και άλλοι έτι οξύτερον. Πολύφωνοι ήσαν και oι των αρχαίων Ελλήνων χοροί, οίτινες, συγκείμενοι ενίοτε εξ εκατοντάδος και πλειόνων μουσικών, οξυφώνων, βαρυφώνων και μεσοφώνων, έψαλλον το μέλος εν ομοτονία. Ώστε oι αρχαίοι Έλληνες ηγνόουν και εν γένει δεν είχον ως σύστημα την αρμονίαν, καθ’ ην αύτη έχει τανύν έννoιαν παρά τοις Ευρωπαίοι· εγίνωσκον όμως το αγαδίζειν, τουθ’ όπερ σημαίνει συμψάλλειν κατ’ αντιφωνίαν επί τη βάσει της πρώτης και της ογδόης του συστήματος δις διαπασών, ως γίνεται και νυν παρ’ημίν όταν συνάδοντας έχωμεν παίδας ή γυναίκας.
- Η φωνητική μουσική ##
Προ της ιδρύσεως της χριστιανικής εκκλησίας δύο μέθοδοι ψαλμωδίας ήσαν γνωσταί, η καθαρώς φωνητική, και η φωνητική συνοδευομένη διά των φωνών των μουσικών οργάνων. Αλλ’ οι πατέρες της Εκκλησίας εθέσπισαν, κατά το παράδειγμα της ψαλμωδίας του Σωτήρος ημών και των θείων Αποστόλων, όπως χρήσις γίνηται εν τη Εκκλησία μόνον της φωνητικής μουσικής, ένεκα της φυσικότητος και κομψότητος του φωνητικού ορ