Σελίδα:Ιστορία του ρε της Σκωτίας με την ρήγισσα της Εγγλητέρας.pdf/19

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
[71—90]
—2—

—Καίγομαι καὶ φλογίζομαι, τὸν θάνατον μου κράζω,
Διὰ λόγου της μαραίνομαι, καὶ δι’ αὐτὴν φωνάζω.
Λοιπὸν ξεύρε, πατέρα μου, πάγω γυρεύοντά[1] τη,
Ἂν ἤξευρα νὰ μ’ ἔκαναν κομμάτι καὶ κομμάτι.
Καὶ δός μου ἐκ τὰ στάμενα[2] νὰ κάμνω ἐξοδία,
Νὰ μὴν μοῦ λείψῃ τίποτε διὰ καμμιὰν αἰτία. —
Λέγει του ὁ πατέρας του: ὠϊμὲ, παρηγοριά μου,
Τί ἔναι ἡ βουλὴ ποῦ ἐβάλθηκες νὰ θλίψῃς τὴν καρδιά μου;
Νὰ καίγωμαι καθημερῶς διὰ τὸ στερεμό[3] σου,
Νἀκδέχωμαι, ματάκια μου, υἱὲ, τὸν θάνατό σου;
Ἂν ἤτονε ἀνύπανδρη κἄνε ἡ κορασίδα[4],
Ἤθελα ἐμβῆ στὴν γνώμη σου, γιατὶ ἀπ’ αὐτὰ εἶδα[5],
Ἀμὴ αὐτὴ ἔναι ὕπανδρη κ’ ἔχει τοιοῦτον ῥήγαν,
Ἀπάνω ’ς ὅλους διαλεκτὸν ποῦ ὅσοι καὶ ἂν τὸν εἶδαν,
Ὅλοι λέγουν τὰ κάλλη του, μᾶλλον καὶ τὴν ἀνδρειά του·
Παρόμοιον δὲν εὑρίσκουσι εἰς τὰ καμώματά του.
—Λέγει του: ὦ πατέρα μου, ὕπαγε τοῦ σκοποῦ σου,
Καὶ πέσε εἰς τὸ θέλημα, κύρι μου, τοῦ υἱοῦ σου·
Ἐγώ ’πα[6] σου καὶ λέγω σου ὅτι ἐγὼ ἀποθαίνω,
Κ’ ἐκ τὴν βουλὴν ὁποῦ ἔβαλα ἐγὼ δὲν ἀνημένω·

  1. Γυρεύοντα, cherchant; pour γυρεύοντας.
  2. Στάμενα, argent comptant. Voici ce que dit au sujet de ce terme Nicéphore Romanos dans sa Grammaire grecque vulg. inédite: Τὰ στάμενα, in utroque casû significant pecunias multas, à Græco ἱστάμενα.
  3. Στερεμό, privation que cause l’absence.
  4. Si du moins cette jeune femme n’était pas mariée.
  5. Ἀπ’ αὐτὰ εἶδα, j'ai vu de ces choses.
  6. Ἐγὼ εἶπα.