Καὶ βάστα εἰς τὰ χέρια του χαρτιὰ πολλὰ καὶ πούλειε,
Ἱστορεμένα[1] κ’ ἔμμορφα, καὶ μὲ τὸν κόσμον ἐμίλειε·
Καὶ τὴν εἰκόνα ἔδειχνε ῥήγισσας Ἐγγλητέρας[2],
Παρόμοια δὲν εὑρίσκετον ἐκείνας τὰς ἡμέρας[3].
Καὶ ὡς τὴν εἶδεν ὁ νειούτζικος ὡς ἐν ταὐτῷ ἐτρώθη,
Μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ ἔρωτος εἰς μίον ἐλαβώθη.
Εὐγάνει καὶ ἀγοράζει την, καὶ εἰς τὴν κάμαρά του
Ἔπιασε καὶ τὴν ἄβαλε, καὶ αὐτἦτον ἡ χαρά του,
Ὁλημερὶς νὰ κάθεται νὰ τὴν περιλαμπώνῃ[4],
Καὶ ὡσὰν ἦτον ἀνθητὴ[5] νὰ τὴν καταδαγκώνῃ.
Καὶ παρευθὺς ἐγύρισε στὴν ἐδική του χώρα,
Κ’ ἔσωσε στὸν πατέρα του, κ’ εἰς μίο κατὰ τὴν ὥρα,
Καὶ λέγει ὦ πατέρα μου, ἂν θέλῃς τὴν ζωή μου,
Τὴν ὤραν τούτην σύντομα νὰ κάμῃς τὴν βουλή μου,
Ἤξευρε ὅσα ἐμίσουνα τοῦ κόσμου ταῖς γυναίκαις,
Ἡ τύχη μὲ κατήφερε νἄχω γιὰ ταύταις πρίκαις[6].
Καὶ λέει του τὴν εἴδησιν πῶς ηὖρε τὴν εἰκόνα,
Καὶ πῶς ἐσφάγη ἀπ’ αὐτὴν νὰ κλαίγῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
- ↑ Ἱστορεμένα, historiés.
- ↑ Ἐγγλητέρα, Angleterre.
- ↑ Comparons Lafontaine:
«La dame étoit de gracieux maintien,
De doux regard, jeune, fringante, et belle,
Somme, qu’enfin il ne lui manquoit rien,
Fors que d’avoir un ami digne d’elle.» - ↑ Περιλαμπώνω, embrasser amoureusement; comme en grec ancien περιπτύσσω.
- ↑ Ἀνθητή, litt. fleurie, vivante.
- ↑ Πρίκαις, dédaine, et non pas προίκαις comme dans les deux éditions que j’ai sous les yeux. Le mot πρίκαις est ici pour πίκραις.