Σελίδα:Ιστορία του Ταγιαπιέρα.djvu/21

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—19—

Στὸ Δουράτσο, καὶ θωροῦσαν
Πῶς τὸ κάτεργον νὰ πάρουν
Στὸ Δουράτσο νὰ τὸ φέρουν,
Βλέποντας πῶς τὴν ἐπῆρε
Κ’ ἐκ τὴν πρύμνην τὴν ἐσύρε,
Ἄρχισαν τὸ βάϊ βάϊ,
Νἄχουν καὶ τὸ καταλάει.
Γι’ αὐτὸ, ἀφένταις Βενετσιάνοι,
Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφάνι
Κ’ ἦστεν στὴν χριστιανοσύνη,
Ζύγι στὴν δικαιοσύνη,
Ὅλοι σήμερον χαρῆτε,
Τὸν θεὸν εὐχαριστεῖτε,
Πὤχετε τέτοιο λειοντάρι,
Εἰς τὸν κόσμον γία καμάρι.
Ὦ μεγάλη ἡ ἀφεντεία,
Λαμπροτάτη Βενετία,
Δότε του τιμὴν καὶ πλούτη
Γιὰ τὴν νίκην τὴν ἐτούτη.
Π’ αὐτὸς πρέπει ν’ ἀρματώνῃ,
Ποῦ ’σεβαίνει σὰν φαλκόνι,
Καὶ συντρίβει καὶ χαλάει
Τούρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο πλάϊ[1].
Καπετάνο δὲ βεντούρα[2]
Κάμετέ τον διὰ τὴν ὥρα,
Καὶ νὰ ἰδῆτε τί νὰ κάμῃ

  1. « Πλάϊ » τοὐτέστι « πλάγιον »
  2. Ἰταλικαὶ εἰσιν αἱ λέξεις ἐκεῖναι· Capitano di ventura.