Σελίδα:Ιστορία του Ταγιαπιέρα.djvu/18

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—16—

«Ὅτι φούστα ’νε δική μου.
« Μόνον μὲ ἀποκοτία
« Νὰ τοὺς δώσωμε γιαμία.
« Πρῶτος εἶμαι ν’ ἀπηδήσω
« Τοὺς μισοὺς νὰ ἀφανίσω.
« Νὰ ἰδῆτε τὸν Ταγιαπιέρα
« Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
« Πῶς ξεύρει νὰ πολεμίζῃ,
« Καὶ τοὺς Τούρκους ν’ ἀφανίζῃ.
« Μόν’ καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου,
« Καὶ συντρόφοι ἐδικοί μου,
« Κάμετε ὡς ἀνδρειωμένοι
« Νὰ βρεθοῦμε κερδεμένοι
« Ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμη,
« Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κόμη. — »
Εἶπαν; « εἰς τὸν ὁρισμό σου
Ν’ ἀποθάνωμεν ὀμπρός σου. »
Τότες ἔδειξε τὶ φεύγει
Κ’ εἰς τὸ πέλαγος ἐδιέβη.
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ Τουρκάκια
Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπάκια,
Καὶ, καστὶ καοὺρ, φωνάζαν,
Καὶ ξοπίσω τοῦ χουγιάζαν
Καὶ εἰς μία[1] ’ς αὐτοὺς γυρίζει
Καὶ τὸν πόλεμον ἀρχίζει.
Τίς πορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ

  1. Ἔν τίσιν ἀντιτύποις ἀντὶ « μία » εὑρίσκεται « μίο. »