Σελίδα:Ιστορία του Ταγιαπιέρα.djvu/16

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—14—

Κ’ εἰς τὴ Δουράτσο νὰ τὸν βρῇς.
Τότε στὸ Δουράτσο πάει
Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ῥωτάει
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν χώρα
Ὅλοι εἰς μίο αὐτὴν τὴν ὥρα
Ἄρπαξαν τὰ ἄρματά τους,
Καὶ τὸν Μόρον συντροφιά τους.
Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία,
Τὴν μεγάλην βιγωρία,
Ξυπόλητοι οἱ ὡργισμένοι
Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι.
Ὡς καὶ ἕνας Μπαρζακάνος
Μόρος, ποῦ ’τόνε Σουριάνος
Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν γνῶσιν
Κατεργάρους ν’ ἀγοράσῃ.
Λέγει ὁ Μόρος· ἂν τοὺς πιάσω
Ὅλους θέλω νὰ τοὺς κρεμάσω,
Ὡς γιατὶ ὁ Μεεμέτης
Γιὰ Χριστιανοὺς μᾶς γράφει ἐδ’ ἔτις,
Εἴ τις σκοτώσει Χριστιανὸν
Τὸν ἔχει φίλον ἐμπιστινόν.
Καὶ ἂν ἑμᾶς σκοτώσουν πάλι
Γινομέσθ’ ἅγιοι μεγάλοι.
Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς ἀνδρευθοῦμε
Ἀπάνω τους νὰ βρεθοῦμε
Χωρὶς πόλεμον καὶ σπαθὶ
Ὁ καθείς τους νὰ χαθῇ.
Ἔχω χιλίους πνιμένους