Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—13—
Τί Ὀρλάνδος ἄκουσμένος,
Ποῦ ’τον ’ξ ὅλους διαλεμένος;
Καῖ ὁ νοῦς μου ὅλος τρομάσει,
Ποῦ νὰ τόνε σοὺσουμιάσῃ.
Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Ποίος μπορεὶ νὰ πολεμήσῃ
Τόσους Τούρκους ν’ ἀφανίσῃ.
Καὶ ὁποῦ ’σαν εὐγαλμένοι
Ξὲ δυὸ κάστρη διαλεμένοι;
Διακόσιους Μουσουλμάνους,
Σὰν ἐκείνους Καραμάνους,
Νὰ τοὺς κόψῃ γιὰ μίαν ὥρα,
Νὰ τοὺς πέψῃ στὴν κακὴ ὥρα.
ἔξω τὴν Ἀρβανιτία,
Κ’ ἦτον ἄνεμος, εὐδία,
Κ’ ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνία
Γιὰ τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία,
Βρίσκει ξύλο κουρσεμένο,
Τὸ κατάρτι του παρμένο,
Πῆράν του κ’ ἕνα παιδάκι
Ἐδ’ ἐκεῖ στὸ καβολάκι
Καὶ ῥωτάει τὸν θλιμμένον·
Τίς τὸν ἔχει κουρσευμένον;
Λέγει του ὁ Μόρος ἀσεβὴς[1]
- ↑ Ἀντὶ της λέξεως « Μόρος » ἡ παρὰ Ἰωάννῃ Βίκτωρι τῷ Σαβιῶνι ἔκδοσις τοῦ 1643, ἣν ἔχομεν ὑπ’ ὄψιν, ἔχει δὶς « μόνος » ὅπερ εἶνε φανερῶς τυπογραφικὸν σφάλμα.