Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—13—
Ἡ Ἄνοιξι.
Παλληκάρι πικραμένο,
Δὲν ἠξέρεις πῶς ἐγὼ
Τὴν ἐλπίδα παρασταίνω
Εἰς τὸν ἄχαρο θνητό;
Εἶχα τ’ ἄνθια μου σκορπίσει
Εἰς τὸ πρόσωπο τῆς γῆς,
Πρὶν τὸ μνῆμα παραιτήσῃ
Τοῦ Θανάτου ὁ Νικητής.
Ἀπ’ τὸ μόσχο μαγεμένοι,
Ἀναπνέοντας, οἱ Πιστοὶ,
Πρὶν ἡ Ἀνάσταση νὰ γένῃ
Τὴν ἀκούανε ’ς τὴν ψυχή.
Τὴν ἀκούσανε μία ’μέρα
Τῶν Ἑλλήνων τὰ παιδιά,
Μόλις εἶδαν ’ς τὸν αἰθέρα
Τὴν ὡραία μου ξαστεριά·