Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/35

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
33
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

τέλος πάντων Γενικὸς ἀρχηγὸς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ διετάχθη νὰ ἐκστρατεύσῃ εἰς βοήθειαν τῶν Ἀθηνῶν. Ἀνεχώρησεν ἀπὸ Ναύπλιον τὴν 19 Ἰουλίου, ἀλλ’ ἀντὶ νὰ ἔβγῃ ἐκεῖθεν ἂν ὄχι μὲ πλειοτέρους, τοὐλάχιστον μὲ ὅσους εἶχεν ὅταν ἦλθεν ἀπὸ τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα, μόλις εὑρέθη, μὲ διακοσίους στρατιώτας καὶ ἀπὸ αὐτοὺς μερικοὶ ἔφυγον καθ’ ὁδόν, συρόμενοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τῶν μισθῶν, τοὺς ὁποίους ὑπέσχοντο οἱ πολεμοῦντες περὶ σταφίδων, ὥστε μὲ μόνον ἑκατὸν τριάκοντα στρατιώτας ἔφθασεν εἰς Σαλαμῖνα. Μὲ αὐτοὺς ἐπεχειρίσθη τὸ μέγα τῆς νέας ἐπαναστάσεως τῆς Ρούμελης ἔργον. Καὶ εἶναι παράδοξον πῶς ἠμπόρεσε νὰ συγκροτήσῃ στερεὸν στρατόπεδον χωρὶς ἱκανὴν στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ χωρὶς χρήματα, ἐνῷ ὅλα τὰ στρατεύματα καὶ τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς Ρούμελης συνέρρεον εἰς τὴν διανομὴν τῶν σταφίδων τῆς Κορίνθου. Ἀλλ’ εἰς τὴν συγκρότησιν τοῦ στρατοπέδου τούτου κατὰ μέγα μέρος συνετέλεσαν καὶ οἱ στρατηγοὶ Ν. Κριζιώτης, Βάσος καὶ Λέκας, οἱ ὁποῖοι εἶχον τοποθετηθῆ εἰς Ἐλευσῖνα διὰ νὰ προφυλάξωσι τὰ Δερβενοχώρια· δὲν ἤθελον ὅμως διαμείνει ἐπὶ πολὺ μόνοι των εἰς ταύτην τὴν θέσιν, ἐὰν δὲν ἐπεστηρίζοντο ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς ταχείας ἀφίξεως τοῦ Καραϊσκάκη. Τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο τοῦ Καραϊσκάκη, καθ’ ἣν ἐποχὴν μάλιστα τὰ λοιπὰ στρατεύματα ἐνησχολοῦντο εἰς τὸν σταφιδοπόλεμον, συνετέλεσε πολλὰ εἰς τὸ νὰ στήσῃ τὰ πρῶτα θεμέλια τῆς δόξης του, τὴν ὁποίαν ἐστερέωσεν ἀκολούθως διὰ τῶν λαμπρῶν ἔργων του.

Ἅμα ἔφθασεν εἰς Σαλαμῖνα ὁ Καραϊσκακης, ἀνταμώθη μὲ τοὺς στρατηγοὺς Βάσον καὶ Κριζιώτην, ἐλθόντας ἐκεῖ διὰ νὰ τὸν προϋπαντήσωσι. Μὴ θέλων νὰ χάσῃ καιρόν, τοὺς ἐσυμβουλεύθη, εἰς ποῖον μέρος εἶναι ὠφελιμώτερον νὰ συγκροτήσῃ στρατόπεδον. Ἐπειδὴ δέ τις ἐπρόβαλε τὸν Πειραιᾶ, ὁ Καραϊσκάκης ὢν ἄπειρος τῶν τόπων, ἔκρινεν εὔλογον νὰ ὑπάγωσιν ὅλοι ὁμοῦ διὰ νὰ παρατηρήσωσι τὴν θέσιν ταύτην καὶ οὕτω νὰ ἐπιχειρήσωσι τὴν συγκρότησιν τοῦ στρατοπέδου. Τὴν ἑπομένην λοιπὸν ἡμέραν ἐμβῆκαν εἰς πλοιάρια ὅλοι οἱ ἀνωτέρω στρατηγοί, ἔχοντες μαζύ των ἕως εἴκοσι στρατιώτας, καὶ ἀπέβησαν εἰς τὸν Πειραιᾶ. Ἀλλ’ ἐνῷ παρατηροῦτες τὴν θέσιν ἐπροόδευον πρὸς τὴν ξηράν, ἐμπίπτουσιν εἰς μίαν ἐνέδραν ἐχθρικὴν πολὺ ἀνωτέραν ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ τὴν πληθὺν τῶν ἀνθρώπων. Βλέποντες λοιπὸν ὅτι δὲν ἦσαν ἱκανοὶ ν’ ἀντιπαραταχθῶσι κατ’ αὐτῶν, τρέπονται εἰς φυγὴν καὶ διασώζονται εἰς τὰ πλοιάριά των· ἐφονεύθη ὅμως εἷς ἀπὸ τοὺς μετ’ αὐτῶν στρατιώτας καὶ ἐπιάσθησαν ζῶντες ἕξ.


    ὥστε ἐπετάχυνον τὴν ἔξοδόν του, ὡς ἐλέγετο, μᾶλλον διὰ νὰ ἀπαλλαχθῶσιν ἀπὸ αὐτόν, παρὰ ἀπὸ ἀληθῆ ἐπιθυμίαν ἐκστρατείας.