Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/30

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
28
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

διατριβή του ἦτον περιττή, ἢ τοὐλάχιστον μικρᾶς ὠφελείας πρόξενος, ἀπεφάσισε νὰ περάσῃ εἰς Ξηρόμερον διὰ νὰ προξενῇ ἐμπόδια εἰς τὴν μετακόμισιν τῶν τροφῶν τοῦ Κιουταχῆ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὅλα τὰ διαβατὰ μέρη τοῦ Ἀχελῴου ἐφυλάττοντο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ διὰ τῶν Ἀγράφων καὶ Βάλτου. Ἀναχωρήσας λοιπὸν περὶ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου ἀπὸ Απόκουρον καὶ διαβὰς διὰ Κραβάρων καὶ Καρπενησίου ἔφθασεν εἰς Ἄγραφα, ὅπου ἔμαθεν ὅτι ὁ Σταμούλης Γάτσος, διωρισμένος παρὰ τῶν Τούρκων καπιτάνιος αὐτῆς τῆς ἐπαρχίας, εὑρίσκετο εἰς χωρίον Καροπούλαν μὲ περίπου τριακοσίους πεντήκοντα στρατιώτας. Διευθύνθη λοιπὸν ἐναντίον αὐτοῦ· ἀλλ’ ἐπειδὴ μὲ μικρὰν προσβολὴν ἐκλείσθησαν οἱ περὶ τὸν Σταμούλην, ὁ Καραϊσκάκης μὴ ἔχων σκοπὸν νὰ ἀργοπορήσῃ εἰς πολιορκίαν καὶ νομίζων τὰ τοιαῦτα πάρεργα ὥς πρὸς τὸν ὁποῖον εἶχε σκοπόν, ἀνεχώρησε καὶ διέβη εἰς Βάλτον, συγχωρήσας εἰς τοὺς στρατιώτας του νὰ διαρπάσωσι τὰ καθ’ ὁδὸν χωρία τῶν Ἀγράφων.

Ὅταν ἔφθασεν εἰς Βάλτον, ἔμαθεν ὅτι ὁ Δημήτρης Γώγου ἀποκλείσας εἰς ἓν στενὸν πολλὰς οἰκογενείας Βαλτινῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελον νὰ ὑποκύψωσιν εἰς τοὺς ἐχθρούς, τοὺς ἔλαβεν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του. Κινηθεὶς λοιπὸν ἐναντίον αὐτοῦ, τὰς μὲν οἰκογενείας τὰς ἐλευθέρωσε, τοὺς δὲ περὶ τὸν Γῶγον ἐκυνήγησεν.

Ἀκολουθῶν τὴν ὁδοιπορίαν του, ἔπεσε τὴν νύκτα εἰς τοὺς εἰς Μαχαλᾶν φυλάττοντας Τούρκους, μὴ ἠξεύρων ὅτι ἡ θέσις αὕτη ἦτον πιασμένη ἀπ’ αὐτούς. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχον πλησιάσει ἀρκετά, ὥστε δὲν ἦτο πλέον καιρὸς νὰ ὀπισθοδρομήσωσιν, οὔτε ἀλλαχόθεν νὰ διαβῶσιν, ἐνθαρρύνας τοὺς στρατιώτας, ὥρμησεν ἐμπρὸς, καὶ διέβησαν ὅλοι πολεμοῦντες, βλάψαντες πολὺ περισσότερον τοὺς ἐχθρούς, παρ’ ὅσον αὐτοὶ ἐβλάφθησαν ἀπὸ ἐκείνους. Ἐνῷ δὲ ἐπροπορεύετο τοιουτοτρόπως, μὴ διακρίνας διὰ τὸ βαθὺ τῆς νυκτὸς σκότος τὸ πλάτος τάφρου τινὸς προκειμένης καὶ ζητήσας νὰ πηδήσῃ, πίπτει εἰς αὐτήν, χωρὶς νὰ ἐννοηθῇ ἀπὸ τοὺς ἀκολουθοῦντας, οἱ ὁποῖοι διαβαίνοντες ἀλλεπαλλήλως καὶ πηδῶντες ἐπ’ αὐτόν, δὲν τοῦ ἔδωκαν καιρὸν νὰ σηκωθῇ προτήτερα παρ’ ὅταν δὲν ἦτον πλέον ἄλλος νὰ διαβῇ.

Ὕστερον ἀπὸ πολυήμερον διάστημα κακοπαθείας καὶ νυκτοπορείας ἔφθασε τελευταῖον εἰς Δραγαμέστον, ὅπου ὀχυρωθεὶς ἔδωκε καιρὸν εἰς τοὺς στρατιώτας του ν’ ἀναπαυθῶσιν ὁπωσοῦν καὶ νὰ ἀναλάβωσιν, αὐτὸς δὲ ἐμβῆκεν εἰς Μεσολόγγιον νὰ παρατηρήσῃ τὴν κατάστασιν τῶν πολιορκουμένων καὶ νὰ ὁμιλήσῃ περὶ τροφῶν τοῦ ὑπ’ αὐτὸν στρατεύματος μὲ τὴν ἐκεῖ Διευθυντικὴν ἐπιτροπήν. Ἀφ’ οὗ συνωμίλησε μετ’ αὐτῆς καὶ ἔκαμε τὰς παρατηρήσεις του, ἐπαίνεσε μεγάλως τοὺς πολιορκουμένους διὰ τὴν γενναιότητα