Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/104

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
102
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

παράξενα καὶ μανιώδη κινήματά του. Ὕβριζε τὸν αἴτιον καὶ τοὺς ἀξιωματικούς, ὅσους ἐνόμιζεν ὅτι δὲν ἐφρόντισαν ὅσον ἔπρεπε διὰ νὰ προλάβωσιν, ἢ νὰ ἐμποδίσωσι τὸ δυστύχημα, ἀναθεμάτιζε τὴν ὥραν καὶ ὅ,τι ἄλλο ἤρχετο εἰς τὸν νοῦν του ἐκείνην τὴν στιγμήν. Τρέμων ἀπὸ τὸν θυμόν του, ἐκινεῖτο ὡς μανιώδης ἱκανὴν ὥραν χωρὶς ν’ ἀποφασίσῃ τίποτε· τελευταῖον διώρισε καὶ ἐμάζωξαν τὴν σκηνήν του διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ· ἀνήγγειλε δὲ τὴν φυγήν του καὶ εἰς τοὺς οἰκειοτέρους του διὰ νὰ τὸν συνακολουθήσωσι, λέγων ὅτι δὲν θέλει πλέον νὰ διοικῇ ἐπίορκον καὶ ἄπιστον στράτευμα. Πολλοὶ τῶν σημαντικωτέρων ἀξιωματικῶν συνελθόντες περὶ αὐτὸν μόλις τὸν κατέπεισαν μὲ τὰς παρακινήσεις των νὰ ἀναλάβῃ τὴν συνέχειαν τῶν ἐργασιῶν του καὶ νὰ φροντίσῃ νὰ ἐκπλύνῃ τὸ ὄνειδος τοῦ στρατοπέδου, εὑρίσκων καὶ τιμωρῶν τὸν αἴτιον τῆς τρομερᾶς ταύτης ἀπιστίας· ἐξετάζων δὲ ὁ Καραϊσκάκης ἐπληροφορήθη, ὅτι ὁ πρωταίτιος ἦτον εἰς ἐκ τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἰωάννου Νοταρᾶ. Ἀμέσως λοιπὸν διέταξε καὶ ἐβάλθη ὑπὸ φύλαξιν ὁ στρατηγὸς οὗτος, ἕως οὗ εὕρῃ καὶ παραδώσῃ εἰς τὸ στρατόπεδον τὸν ἔνοχον.

Εἰς ταῦτα ἐνησχολεῖτο ὁ Καραϊσκάκης ὁμοῦ μὲ τοὺς σημαντικωτέρους τῶν ἀξιωματικῶν, ὅταν ἐγχειρίζεται εἰς αὐτὸν διαμαρτύρησις ἀπὸ μέρους τοῦ ἀρχιστρατήγου διὰ τὴν καταπάτησιν τῆς συνθήκης καὶ τὴν σφαγὴν τῶν ἐχθρῶν. Συναρπασθεὶς ἀμέσως ἀπὸ θυμὸν καὶ ἀγανάκτησιν εἶπε σωρείαν ὕβρεων καὶ κακολογιῶν ἐναντίον τοῦ ἀρχιστρατήγου ἐνώπιον καὶ τοῦ ἰδίου ἀπεσταλμένου του· στραφεὶς ἔπειτα πρὸς τοὺς ἀξιωματικούς του εἶπε μὲ τόνον ἐνταὐτῷ καὶ παράπονον· «Ἔχει ἆρά γε γνῶσιν, ἐνῷ θεωρεῖ ἀπὸ τὴν γολέτταν τὸν πόλεμον, νὰ διευθύνῃ διαμαρτυρήσεις εἰς ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἀντιπαλαίομεν μὲ τόσων εἰδῶν διαβόλους;» Ὁ Καραϊσκάκης διὰ τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀποκτήσει εἰς τὸ στρατόπεδον ὑπόληψιν καὶ δύναμιν δὲν ἐφοβεῖτο, οὐδὲ ἐσέβετο τὸν ἀρχιστράτηγον, ὁ ὁποῖος, ὥς μὴ συμμετέχων μάλιστα τῶν κακοπαθειῶν καὶ κινδύνων τοῦ πολέμου, δὲν ἐνομίζετο ἀρχηγός, ἀλλὰ προμηθευτὴς τῶν ἀναγκαίων τοῦ στρατοπέδου, καὶ ἐπειδὴ οὐδὲ ταῦτα δὲν ἦσαν ἱκανὰ καὶ ἄφθονα, ὡς ἤλπισαν κατ’ ἀρχάς, δὲν εἶχε δύναμιν ἀνάλογον μὲ τὴν ἀξίαν τοῦ ὑπουργήματός του. Ἐλυπήθη ὄχι ὀλίγον καὶ ὁ Κόχραν διὰ τὴν καταπάτησιν τῆς συνθήκης καὶ εἰς τὴν πρώτην ὁρμὴν τοῦ θυμοῦ του διώρισε καὶ ἐξῆλθον ὅλα τὰ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του πλοῖα ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ ἄραξαν ἀπὸ τὸ ὄπισθεν μέρος· συγχρόνως διέταξε καὶ ἀνεχώρησαν τριακόσιοι περίπου ἐκ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ στρατολογηθέντων, οἱ ὁποῖοι πρὸ ὀλίγον εἶχον ἀποβῇ καὶ τοποθετηθῇ εἰς τὸ Παλαιόκαστρον. Ὁ Καραϊσκάκης μ’ ὅλα ταῦτα δέν ἀπέκαμεν, ἀλλ’ ἐξακολουθοῦσε τὰς ἐργασίας του ὅπως ἠδύνατο.