Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/61

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—53—


Τὸν κόσμον ἄφες αὐτὸν τὸν πλάνον,
Ἡδονῶν τέρας καὶ ὀδυνῶν.
Ἰδέ! τῶν φαύλων καὶ τῶν τυράννων
Ἕρμαιον εἶναι παντοτεινόν.

Ἀλλὰ γνωρίζω ποία ἰδέα
Ἀγρία ἔνδον σὲ τυραννεῖ,
Ἥτις ἐπτόησεν καὶ γενναῖα
Στήθη ἐπίσης καὶ τἀσθενῆ.

Τρέμεις μὴ αἴφνης αὖρα γλυκεῖα
Εἰς τὸ πτερόν σου δὲν εὑρεθῇ,
Καὶ ἡ χρυσόνειρος φαντασία
Χωρὶς ἐξύπνισμα κοιμηθῇ.

Δικαίως τρέμεις, ψυχὴ δειλαία!
Φεῦ! τοῦ θανάτου εἶν’ ἡ δεινὴ
Ἡ ἀγωνία μόνον βεβαία,
Τἆλλα ἀβέβαια κ’ ἀφανῆ.

Ἀλλ’ ὅστις μέλλει νὰ ἀποθάνῃ
Μήποτε ἔζη, ψυχὴ, αὐτός;
Ἐὰν δὲ ἔζη λοιπὸν τί χάνει;
Μάταιος φόβος καὶ περιττός!

Ἤδη τὸν θάνατον ἤδη βλέπει
Ἐγγὺς, μὲ τόλμην τὸν θεωρεῖ·
Καὶ δὲν ἐξεύρει πλέον ἂν πρέπει
Ἢ νὰ θρηνήσῃ ἢ νὰ χαρῇ.