Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/60

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—52—

Ὡς νὰ τὰς ἔλεγες, Αὶ ὀδύναι,
Τὰ βάσανά σας γνωστὰ μὲ εἶναι!
Τότε νὰ ἔζων ἤθελα τότε·
Τῆς λύρας ταύτης ὁμοῦ καὶ πρῶται
Καὶ τελευταῖαι φθογγαὶ εἷς αἶνος
Πρὸς σὲ θὰ ἦσαν ἐπτερωμένος!


ΩΔΗ ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΣ.

Ἂν οὐδ’ ἡ ὥρα ἡ ἀνθισμένη,
Τῆς εὐτυχίας ἡ ἐποχὴ,
Εὐτυχῆ σ’ ἔκαμε, τί σὲ μένει;
Φεῦ! τί ἐλπίζεις πλέον, ψυχή;

Ἐλθὲ πρὶν κύματ’ ἀγριωμένα
Φρίξουν καὶ Νότος ὁ δυσαὴς,
Ἂς καταβῶμεν εἰς τὸν λιμένα
Ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς.

Ὅποιον ἤγγισες εἰς τὰ χείλη
Καρπὸν τί εὗρες; πικρὰν σποδόν.
Ἐλπίδες, ὄνειρα, πόθοι, φίλοι,
Ὀρφανὴν σ’ ἄφησαν βαθμηδόν.