Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/194

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—186—

Τὰ δάκρυά της εἶν’ αὐτὰ ὁποῦ πυκνοσταλάζουν,
Τὰ σύννεφα ὁποῦ βογγοῦν καὶ βαρειαναιστενάζουν
Εἶν’ ἡ θλιμμένη της φωνή.

Εἶναι πουρνό· τί καταιχνιὰ λευκὴ σὰν Ναϊάδα!
Δὲν βλέπεις μήτε τὸ βουνὸ, μήτε τὴν πεδιάδα.
Τοῦ χρόνου τὰ γεράματα !
Γιὰ δὲς τὸν ἥλιο· ἔκρυψε τὰ χρύσινα μαλλιά του,
Χλωμὸ φεγγάρι ἔγεινε, κ’ εἶν’ ὅλο ἡ θωριά του
Παράπονο καὶ κλάματα !

Νὰ! βράχηκε καὶ τὸ ξερὸ τῆς ἐρημιᾶς ποτάμι.
Ἀκοῦς τὶ κρότο τὸ νερὸ μέσ’ στὰ χαλίκια κάμει;
Βλέπεις τὸν ἄσπρο τὸν ἀφρό;
Σταῖς λυγαριαῖς ἀνάμεσα ἦταν πουλιὰ κρυμμένα·
Τὸν κρότο καθὼς ἄκουσαν, ἐφύγαν τρομαγμένα
Μ’ ἕνα τους πέταγμ’ ἀλαφρό.

Ψυχὴ δὲν βλέπεις· ἔρημος ὁ τόπος κ’ ἀφειμένος.
Ὁ γέρος μόνος χωρικὸς πηγαίνει φορτωμένος
Μὲ τὰ κομμένα ξύλα του.
Κ’ ἐγὼ μονάχος κάθομαι στὴν ῥίζα τοῦ πλατάνου,
Κ’ ἀκούγω τὴν πυκνὴ βροχὴ ὁποῦ χτυπᾷ ἐπάνου
Στὰ μαραμμένα φύλλα του.

Δεκαοχτὼ φθινόπωρα ὡς τώρα μόλις εἶδα·
Ἀλλ’ ἂν καὶ τόσο ἐνωρὶς γυρίσω παρ’ ἐλπίδα
Στὴν γῆν ὁπού μ’ ἐγέννησε,