Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/186

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—178—
Ο ΔΙΑΝΟΜΕΥΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΑΣ ΑΥΤΟΥ.
(ά Ἰανουαρίου 1846.)

Σήμερον ὁ κόσμος ὅλος χαίρει, μειδιοῦν τὰ πάντα,
Τοῦ προτέρου λησμονοῦνται χρόνου τὰ πικρὰ συμβάντα
Καὶ ἀφ’ ὅλων τῶν στομάτων πίπτουν ὡς πυκναὶ νιφάδες,
Αἱ εὐχαὶ, αἱ εὐλογίαι, χιλιάδες μυριάδες.

Διὰ τί δὲ ὅλα ταῦτα; Ἐπειδὴ τῆς γῆς ἡ σφαῖρα
Νέαν τροχιὰν ἀρχίζει εἰς τὸν ἀχανῆ αἰθέρα,
κ\Κ’ ἐπ’ αὐτῆς ἡ ἀνθρωπότης, ὡς τοῦ μύθου ὸ Ἰξίων,
Παριστᾷ τὴν καταδίκην τὴν ὁποίαν λέγουν βίον.

Καὶ ἡμεῖς ἀκολουθοῦντες ἔθος σεβαστὸν, ἀρχαῖον,
Τὰς εὐχάς μας εἰς τὸ ἔτος δαψιλεύομεν τὸ νέον.
Σήμερον τὰ χείλη ἔχουν εὔφημα κ’ ἐκεῖνοι ὅσοι
Τὸν λοιπὸν δὲν παύουν χρόνον ὅλους νὰ μᾶς δυσφημῶσι.

Καὶ εὐχόμεθα μὲν πρῶτον εἰς τὴν φίλην νεολαίαν
Πόθον ἀρετῆς καὶ ζῆλον πρὸς τὴν δόξαν τὴν ἀρχαίαν,
Καὶ νὰ πράττωσιν ἐν ἔργοις ὅσα χρήσιμα μανθάνουν,
Ἐπειδὴ τὰ ἔθνη οὕτως εὐοδοῦνται καὶ αὐξάνουν.

Εἰς τοὺς γέροντας δὲ λέγω, εἴθε ὅμοιοι νὰ γείνουν
Μὲ τὰς δρῦς τὰς γηραλέας ὅσαι εἰς τὰ δάση φθίνουν.
Αὗται τὰ νεόφυτά των ἀπὸ τοὺς ἀνέμους σκέπουν,
Πλὴν ποτὲ τὴν αὔξησίν των δὲν φθονοῦν οὐδ’ ὑποβλέπουν.